από την ψυχολόγο του Κλιμακίου «Θάλπος Ιστιαίας» Μυρτώ Τσόμπο
Όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε ακούσει τη φράση «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», φράση που υποδήλωνε το αίσιο τέλος μιας φανταστικής ιστορίας και την ευτυχία των βασικών ηρώων που ξεπερνώντας όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια στο τέλος δικαιώθηκαν. Αυτή η οικεία περιγραφή σε πολλούς από εμάς συνθέτει μαζί με άλλα χαρακτηριστικά αυτό που αποκαλούμε «παραμύθι». Το παραμύθι μαζί με τη ποίηση αποτελούν ίσως μια από τις πρωταρχικές μορφές λόγου στον πολιτισμό του ανθρώπου. Το παραμύθι που προκύπτει σαν αφήγηση από τα βιώματα ή τις εμπειρίες του αφηγητή μεταφέρεται σχεδόν ατόφιο από γενιά σε γενιά ταξιδεύοντας τον ακροατή αρχικά και μετέπειτα στη πιο σύγχρονη γραπτή μορφή του τον αναγνώστη, σε κόσμους φανταστικούς και μαγικούς όπου ο χρόνος καταλύεται και ο τόπος αποκτά άλλη διάσταση. Όπως αναφέρει η Κανατσούλη, «δεν υπάρχει λαός ούτε πολιτισμός, σε οποιαδήποτε εποχή, που να μην έχει αναδείξει τα δικά του προφορικά ή γραπτά παραμύθια» (Κανατσούλη, 2018).
Αναφορικά με τον ορισμό του παραμυθιού άλλοι αναφέρονται σε φανταστικές ιστορίες που στόχο έχουν τη παρηγοριά, την ενθάρρυνση και την ανακούφιση και άλλοι σε λαϊκό διήγημα που στόχο έχει να διασώσει τις γλώσσες των λαών και να αποτελέσει μέσο έκφρασης αυτών (Μερακλής, 1993).
Τα βασικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού είναι το φαντασιακό του περιεχόμενο και η μαγευτική περιπλάνηση που προσφέρει σε έναν κόσμο μυθικά ονειρικό, γεμάτο αντιθετικά ζεύγη (καλό-κακό, πλούτος-φτώχεια κ.α.), γεμάτο δράκους, ξωτικά, νεράιδες. Όλα λειτουργούν στα άκρα. Η μεσότητα δεν έχει καμία θέση στα παραμύθια, ιδίως στα λαϊκά (Χατζητάκη-Καψωμένου, 2002). Στην φανταστική αυτή αφήγηση του παραμυθιού γίνεται συχνά μεταφορική χρήση κάποιου ζώου ως κεντρικού χαρακτήρα και χρήση αλληγορικών συμβόλων. Το παραμύθι διακρίνεται σε λαϊκό, με ρίζες από την αρχαιότητα και με διδακτικό κυρίως χαρακτήρα και σε σύγχρονο ή έντεχνο. Το λαϊκό παραμύθι, ως δημιούργημα του λαού, περιέχει και απηχεί τις αγωνίες του, τις δυσκολίες που με κόπο ξεπερνά, τα όνειρα και τη ποιητική του διάθεση. Το λαϊκό παραμύθι μετατρέπεται σε σύγχρονο δια μέσου της εικόνας. Οι αλλαγές αυτές αφορούν στη παρουσία και αναφορά της τεχνολογίας, της επιστήμης, της φύσης και διάφορων κοινωνικών φαινομένων. Δεν υπάρχει άμεση αναφορά σε σκηνές βίας ή πολέμου, αποφεύγεται η έμφυλη και κοινωνική διάκριση και ενσωματώνεται η έννοια της διαφορετικότητας (Κανατσούλη, 2018).
Γιατί λοιπόν το παραμύθι είναι τόσο διαχρονικό και αγαπητό σε μικρούς και μεγάλους αναγνώστες;
Ίσως τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε είναι αυτά που συνθέτουν και τη μοναδικότητά του. Το παραμύθι έχει την ιδιότητα να σε μεταφέρει σε μια «λήθη», εκεί που μπορεί να δραπετεύσει κανείς και να ζήσει βρίσκοντας μια ασφάλεια και σταθερότητα, μακριά από κάθε κίνδυνο.
Ως ένα διδακτικό μέσον έχει υποστηρικτές αλλά και επικριτές. Οι υποστηρικτές εξυμνούν τα παραμύθια για τη παιδαγωγική τους επίδραση. Το παραμύθι αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον εκπαιδευτικό που μπορεί να το χρησιμοποιήσει σωστά ως δίαυλο μετάδοσης γνώσεων και κοινωνικών αξιών καθώς μπορεί να ενισχύσει τη γλωσσική, γνωσιακή και συναισθηματική εξέλιξη των παιδιών. Το παιδί μέσα από την ανάγνωση έρχεται σε επαφή με το κοινωνικό αλλά και το φυσικό περιβάλλον, ταυτίζεται με τους ήρωες και τις καταστάσεις που βιώνουν (όπως η σύγκρουση του καλού και του κακού), μαθαίνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματα του και εσωτερικεύει σημαντικές αξίες (γενναιότητα, αλτρουισμός, βοήθεια, σεβασμός κ.α.). Παράλληλα ικανοποιεί την περιέργεια του, εστιάζει την προσοχή του και καλλιεργεί τη φαντασία του (Μαλαφάντης, 2011). Το παραμύθι διδάσκει στο παιδί και μετέπειτα ενήλικα τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων και συγκρούσεων και τη δυνατότητα επιλογών.
Τα σύγχρονα ή έντεχνα παραμύθια λαμβάνουν υπόψιν τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα και τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες των παιδιών ανάλογα το αναπτυξιακό τους στάδιο. Έτσι οι σύγχρονοι συγγραφείς εστιάζουν ταυτόχρονα στη καλλιέργεια της φαντασίας και δημιουργικότητας καθώς και στην έκφραση συναισθημάτων και μετάδοση αξιών απαλλαγμένων από παλαιά στερεότυπα και κοινωνικές διακρίσεις (Αναγνωστόπουλος, 2010).
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΉ ΑΞΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Τα παραμύθια χρησιμοποιούνται και για θεραπευτικούς σκοπούς. Ήδη ο Freud στις αρχές του 20ου αιώνα, συσχέτισε τα παραμύθια με το ψυχισμό του ανθρώπου και το ασυνείδητο. Η κλινική προσέγγιση αφορά στη χρήση μαγικών παραμυθιών για τη διάγνωση και την ψυχαναλυτική θεραπεία των ασθενών.
Σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό μοντέλο προσέγγισης, τα παραμύθια μεταφέρουν σημαντικά μηνύματα στο συνειδητό, στο προσυνειδητό και στο ασυνείδητο. Μέσα από τις ιστορίες των παραμυθιών και την εξέλιξή τους ενσαρκώνονται οι πιέσεις του Εκείνου (Id), αναγνωρίζονται και τιθασεύονται μέσω των απαιτήσεων του Εγώ (Ego) και Υπερεγώ (Superego). Πιο συγκεκριμένα, το παραμύθι αναγνωρίζει την ανάγκη του παιδιού για αγάπη και αποδοχή, τη θέληση για ζωή και το φόβο του θανάτου ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να δώσει λύσεις σε πιεστικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει (Γιώτη, 2017). Τα παραμύθια φωτίζουν ενίοτε καλά κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα των παιδιών. Τα περισσότερα παραμύθια εστιάζουν σε συνηθισμένες και επαναλαμβανόμενες ανησυχίες όπως η κοινωνικοποίηση του ατόμου, η συναισθηματική ανεξαρτησία του και οι ελλείψεις στις σχέσεις που αντιμετωπίζει κάθε παιδί στο περιβάλλον κατά την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Κατά την ψυχαναλυτική προσέγγιση, τα παραμύθια, χρησιμοποιώντας τη συμβολική τους γλώσσα, καταπιάνονται με (Koutsompou,2016): το φόβο εγκατάλειψης από τους γονείς, συγκρούσεις εντός της οικογένειας, αδελφικές αντιπαλότητες, κοινωνική ωριμότητα, διαδικασία προς την αυτονομία, αποδοχή αρνητικών και θετικών χαρακτηριστικών του εαυτού και των γονέων, ταυτότητα φύλου στην εφηβεία, σχέσεις γονέα-παιδιού (μητέρα-κόρη, πατέρας-γιος, κόρη-πατέρας) και τέλος συναισθηματική ολοκλήρωση.
Οι ιστορίες των παραμυθιών με τις μεταφορές και τους συμβολισμούς διευκολύνουν την ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης και τη ψυχική επεξεργασία των γεγονότων της ζωής σε ένα επίπεδο φαντασίας που αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της γνωστικής και συναισθηματικής νοημοσύνης (Koutsompou, 2016).
Τα παραμύθια δίνουν νόημα στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν τα παιδιά. Με το θετικό αποτέλεσμα των ιστοριών τους, τα παραμύθια βοηθούν στην ικανοποίηση των φόβων που βιώνουν σε διάφορα αναπτυξιακά στάδια και συμβάλλουν στη δημιουργία μιας θετικής προοπτικής για τη ζωή.
Παρά την ομολογουμένως θετική έως και θεραπευτική επίδραση των παραμυθιών και τη ποικιλία αυτών, αρκετές φορές αμφισβητείται η παιδαγωγική τους καταλληλότητα. Αρκετοί θεώρησαν το παραμύθι ως ένα ακατάλληλο μορφωτικό αγαθό (Αναγνωστόπουλος, 2010).
Πράγματι, αν αναγνώσουμε κάποια παραμύθια θα εντοπίσουμε κάποια αρνητικά πρότυπα που προβάλλονται και μηνύματα καθόλου αθώα. Για παράδειγμα, συνήθως δίνεται αρκετή έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση η οποία συχνά επιβραβεύεται. Οι ηρωίδες είναι σχεδόν πάντα όμορφες, αρκετά νεαρές σε ηλικία έως και έφηβες (η Χιονάτη ήταν 14 ετών ενώ ο πρίγκηπας 31), κατατρεγμένες από τη μοίρα που έχουν ανάγκη ένα ωραίο και πλούσιο πριγκιπόπουλο να τις σώσει εφόσον εκείνες μόνες τους αδυνατούν. Οι μητριές και οι θετές αδερφές παρουσιάζονται σχεδόν πάντα ως κακές που θέλουν να βλάψουν την ηρωίδα. Η γυναίκα σε αρκετά παραμύθια ωθείται στο περιθώριο και προβάλλεται σαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο λύκος επίσης έχει ταυτιστεί με το «κακό» της ιστορίας έτοιμο να κατασπαράξει όποιον συναντήσει. Αυτά και άλλες πολλές παρατηρήσεις αυτών των παραμυθιών τα καθιστούν παρωχημένα στην εποχή μας μεταφέροντας λανθασμένες αντιλήψεις και αναπαράγοντας στερεότυπα με αρνητική επίδραση στη δόμηση της προσωπικότητας των παιδιών.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το παραμύθι είναι ένα “πολυεργαλείο’’ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους ωφέλιμους για τη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού αρκεί να γίνεται προσεκτική επιλογή του περιεχομένου και των σωστών μηνυμάτων που μεταφέρει, να λαμβάνεται υπόψιν η ποικιλομορφία της εποχής και να προσεγγίζεται η ετερότητα με έναν τρόπο εύπεπτο και απλό.
Δείτε τα άρθρα της θεματικής Δεκεμβρίου:
Πότε πέθανε το παραδοσιακό παραμύθι; – Μαρία Πετκίδου, κοινωνική λειτουργός Κλιμακίου «Θάλπος Ιστιαίας»
Σεξισμός στα παραμύθια – Μαρία Μακριδάκη, ψυχολόγος «Θάλπος Αττικής»
Ποια ήταν τελικά η Κοκκινοσκουφίτσα; Μια ψυχαναλυτική ματιά – Ευτυχία Νικολοπούλου, ψυχολόγος – χοροκινητική ψυχοθεραπεύτρια «Θάλπος»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αναγνωστόπουλος, Β. (2010). Τέχνη και τεχνική του παραμυθιού. Αθήνα: Εκδόσεις
Καστανιώτη
Koutsompou, V-E. (2016). The Child and the Fairy Tale: The Psychological Perspective of Children’s Literature . International Journal of Languages, Literature and Linguistics,2(4), σσ. 213-218
Γιώτη, Μ., (2017). Η δημιουργικότητα μέσα από τα παραμύθια. Φλώρινα
Κανατσούλη, Μ. (2018). Εισαγωγή στη θεωρία και κριτική της παιδικής λογοτεχνίας σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Μαλαφάντης, Κ. (2011). Το παραμύθι στην εκπαίδευση, ψυχοπαιδαγωγικές διαστάσεις και αξιοποίηση. Ζεφύρι: Διάδραση.
Μερακλής, Γ. (1993). Έντεχνος και λαϊκός λόγος . Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
Χατζητάκη-Καψωμένου. (2002). Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι. Επιμ.) Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Χείλαρη-Συμεωνίδου, Χ. (2008). Τα αξέχαστα παιδικά μας χρόνια. Παραμύθια από τον Πόντο. Αθήνα: Ιδεογραφίες.
Photo by Susanne Jutzeler, suju-foto : https://www.pexels.com/photo/woman-wearing-crown-holding-frog-figurine-1637884/