από την κοινωνική λειτουργό του «Θάλπος Καλαμάτας» Αρετή Γλέζου
Ποια είναι άραγε η πρώτη σκέψη που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη “όρια”;
Η επιλογή του θέματος δεν είναι τυχαία, καθώς σήμερα πολλοί γονείς έρχονται στα γραφεία των ειδικών με ζητήματα που αφορούν στην πειθαρχία των παιδιών τους. Πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο θέμα που αφορά όλη την οικογένεια.
Για την υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού εκτός από τη στοργή και την αγάπη είναι απαραίτητοι και οι κανόνες. Οι κανόνες που θέτουμε και θα μας μεταμορφώσουν σε αυτό που θα είμαστε μέσα στην κοινωνία. Έτσι τα όρια αποτελούν μια άγραφη συμφωνία λειτουργίας μέσα στην οικογένεια, ένα οικογενειακό συμβόλαιο.
Σκοπός των ορίων -> Η καθοδήγηση
Γιατί χρειάζονται τα όρια;
Είναι πολύ σημαντικό ο γονέας να εκφράζει την αγάπη του και την κατανόηση του στο παιδί. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να θέτει σαφή όρια και να ορίζει σταθερές συνέπειες για την κακή συμπεριφορά. Είναι μέγιστης σημασίας η ανεύρεση τρόπων αντιμετώπισης των προβλημάτων πειθαρχίας με ηρεμία, συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Οι γονείς χρειάζεται να γίνουν πιο πειθαρχημένοι οι ίδιοι, να ελέγχουν τον εαυτό τους όταν τα παιδιά τους χάνουν τον έλεγχο. Διατηρώντας τον αυτοέλεγχό τους οι γονείς μπορούν να αποφύγουν τους κινδύνους τόσο της εφαρμογής όσο και της απειλής βίας ή σωματικής τιμωρίας.
Οι φωνές και η σωματική τιμωρία διδάσκουν στα παιδιά ότι με το να προκαλούν φόβο και πόνο στους άλλους μπορούν να τους ελέγξουν, να ελέγξουν τη συμπεριφορά των άλλων. Το παιδί κατανοεί και μαθαίνει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του μέσα από την αναζήτηση της συμπεριφοράς τους.
Όταν οι γονείς θέτουν σταθερά όρια, τα παιδιά μεγαλώνουν με έντονο το αίσθημα της ασφάλειας και αυτοπεποίθηση σε αντίθεση με τα παιδιά στα οποία επιτρέπεται να συμπεριφέρονται όπως τους αρέσει. Ο σταθερός έλεγχος που δεν περιορίζει την ελευθερία της επιλογής, την αυθόρμητη έκφραση και τις ευκαιρίες για πειραματισμό προωθεί την καλή προσαρμογή του παιδιού και τη αυτονόμησή του. Το σταθερό πλαίσιο προωθεί την ασφάλεια κι όταν το παιδί νιώθει ασφαλές προάγεται η σωματική και η ψυχολογική του ανάπτυξη.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει όταν οι ανάγκες-επιθυμίες των παιδιών και των γονέων δε συμβαδίζουν και έχουμε συγκρούσεις.
Από τη μία τα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν τη συμπεριφορά τους ως πρόβλημα διότι δεν έχουν γνώση των κανόνων.
Από την άλλη οι γονείς για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ζητήματα πειθαρχίας πρέπει και οι ίδιοι να είναι πειθαρχημένοι.
Αποτελεσματική θεωρείται η πειθαρχία που τίθεται σε εφαρμογή στο πλαίσιο μιας ζεστής συναισθηματικής σχέσης που διέπεται από σεβασμό, εμπιστοσύνη, τρυφερότητα και λαμβάνει υπόψη τη συναισθηματική ζωή του παιδιού, την καθημερινότητά του καθώς και τους στόχους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στα διαφορετικά στάδια της ανάπτυξής του.
Το μοντέλο που προτείνετε είναι αυτό του δημοκρατικού γονέα.
Ο δημοκρατικός γονέας είναι αυτός που θεσπίζει όρια αλλά ταυτόχρονα έχει μια ζεστή, στοργική, ενθαρρυντική στάση απέναντι στο παιδί, μια ζεστή σχέση μαζί του αφού όρια χωρίς αυτή τη σχέση δεν μπορούν να μπουν σωστά.
Σε αυτό οι γονείς ενθαρρύνουν τη λεκτική επικοινωνία και συζητούν με το παιδί τους τις θέσεις τις οποίες στηρίζει η τακτική την οποία ακολουθούν, οι κανόνες που θέτουν μέσα στην οικογένεια. Προωθούν τη συνεργασία και την ανεξάρτητη έκφραση, τον αυτοέλεγχο όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα ξέσπασμα νεύρων, μια κρίση του παιδιού τους, οφείλουν να το διδάξουν πως πρέπει να αντιδρά το ίδιο και πώς να αντιμετωπίζει τον εκνευρισμό και την οργή του με πιο σωστό τρόπο.
Γι’ αυτό οι γονείς καλό είναι να είναι οι ίδιοι το πρότυπο της συμπεριφοράς που επιθυμούν να διδάξουν.
Οι έννοιες του καλού και του κακού, ο κώδικας συμπεριφοράς, η ικανότητα κατανόησης των απόψεων του άλλου καθώς και όλες οι βασικές αρχές που μετατρέπουν ένα άτομο σε μια κοινωνικοποιημένη προσωπικότητα, καλλιεργούνται στην οικογένεια.
Έτσι παιδιά που γίνεται πάντα το δικό τους εκλαμβάνουν αυτή τη συμπεριφορά ως επιθετικότητα και αδιαφορία από την πλευρά των γονέων τους και γι’ αυτό νιώθουν δυστυχισμένα. Τα παιδιά χωρίς κανόνες δεν είναι χαρούμενα γιατί κάνουν ότι θέλουν νιώθοντας ότι τίποτα δεν είναι αρκετά σημαντικό ώστε να τραβήξει την προσοχή των γονιών τους, με επακόλουθο αντιδρούν διαρκώς .
Ηλικία έναρξης θέσπισης ορίων
Οι βάσεις μιας σωστής οριοθέτησης τίθενται πολύ νωρίς. Ήδη από τον 1ο κιόλας χρόνο της βρεφικής ηλικίας. Η μητέρα ή ο τροφός του παιδιού μέσα από τους τρόπους με τους οποίους ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, το οριοθετεί. Και οι κανόνες επιβάλλονται σταδιακά καθώς το παιδί μεγαλώνει……
Τρόποι επικοινωνίας- μετάδοσης των κανόνων
- Κρατάμε το παιδί από τους ώμους ενώ δίνουμε οδηγίες
- Το κοιτάμε απευθείας στα μάτια
- Το πρόσωπο θα πρέπει να δείχνει αυστηρό
- Προσπαθούμε να είμαστε στο ίδιο ύψος με το παιδί
- Μιλάμε με σαφήνεια και σταθερότητα στον τόνο της φωνής και διατυπώνουμε υποδείξεις σαφείς και σύντομες
- Κάνουμε μια υπόδειξη τη φορά
- Δεν δίνουμε περιττές οδηγίες
- Προσπαθούμε να έχουμε ρεαλιστικές προσδοκίες ανάλογες με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού
- Δε χρησιμοποιούμε φράσεις που ξεκινούν με το «μη» αλλά εναλλακτικά λέμε «Καλό θα ήταν να κάνεις αυτό…»
- Είμαστε ευγενικοί
- Δεν απειλούμε
- Δίνουμε αρκετές ευκαιρίες
- Δίνουμε όπου είναι δυνατό το δικαίωμα της επιλογής
- Επαινούμε τη συμμόρφωση και τηρούμε τις συνέπειες για τη μη συμμόρφωση
- Ενθαρρύνουμε τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων.
- Μπορούμε για παράδειγμα να πούμε «όταν θα τακτοποιήσεις το δωμάτιο σου, τότε μπορείς να βγεις έξω για να παίξεις».
Σε όλες τις τεχνικές συζητάμε πολύ με το παιδί. Στο τέλος της διαδικασίας του περιορισμού που θέτουμε και των ανάλογων συνεπειών που επισείει ο περιορισμός πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι το παιδί έχει καταλάβει και εμείς γνωρίζουμε την αιτία, ζητάμε να μας εξηγήσει το λόγο για τον οποίο συμπεριφέρθηκε με ορισμένο τρόπο. Θα εκπλαγείτε με τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά οδηγούνται συνήθως σε αρνητικές συμπεριφορές. Μπορεί να είναι πράγματα που αγνοούσατε παντελώς, γι’ αυτό και συζητάμε πολύ. Μπορεί να μπει μια «τιμωρία» για να τεθεί ένα όριο, ωστόσο στη συνέχεια συζητάμε πολύ πάνω στην πράξη, τις συμπεριφορές και τους λόγους που οδήγησαν εκεί. Η συζήτηση και ο διάλογος αποτελούν το πλαίσιο της σωστής οριοθέτησης. Ακούμε το παιδί χωρίς να το διακόπτουμε, ακούμε τους προβληματισμούς και τις ανάγκες του. Στη συνέχεια εξηγούμε τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να συμπεριφέρεται άσχημα.
Καλό είναι εκ των προτέρων να έχουμε αποφασίσει και ιεραρχήσει τις συμπεριφορές που θεωρούμε αποδεκτές, τις οποίες ενθαρρύνουμε και επαινούμε, αυτές που θεωρούμε απλά δεκτές και εκείνες που πρέπει να σταματήσουν αμέσως.
Οι κανόνες θα πρέπει να είναι απλοί και δίκαιοι για να τους καταλαβαίνει το παιδί. Είναι πολύ σημαντικό ένα παιδί εκ των προτέρων να γνωρίζει τους κανόνες που ισχύουν σε κάθε περίσταση, τι είναι αποδεκτό και τι όχι καθώς και τις συνέπειες σε περίπτωση που τους παραβεί.
Η εφαρμογή των κανόνων πρέπει να γίνεται με σταθερότητα και συνέπεια, προϋποθέσεις απαραίτητες προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα όρια διότι, αν τη μία μέρα το παιδί κάνει κάτι μεμπτό και τιμωρηθεί και για το ίδιο λόγο την επόμενη μείνει χωρίς εφαρμογή της ανάλογης συνέπειας δεν θα μάθει ποια είναι η επιθυμητή συμπεριφορά. Γι’ αυτό οι ίδιοι οι γονείς οφείλουν να είναι σταθεροί και πειθαρχημένοι.
Ωστόσο επειδή τα παιδιά αλλάζουν και εξελίσσονται και ταυτόχρονα και εμείς οι ίδιοι άρα και η οικογένεια, αλλάζουν κατά συνέπεια και οι ανάγκες, οπότε μπορούν οι κανόνες να αναθεωρούνται και να προσαρμόζονται στη εκάστοτε δυναμική της οικογένειας.
«Κάθε λέξη, έκφραση του προσώπου, χειρονομία ή δράση εκ μέρους ενός γονέα δίνει στο παιδί κάποιο μήνυμα σχετικά με την αυτοεκτίμηση» – Virginia Satir
Photo by Alexander Grey: https://www.pexels.com/photo/a-kid-with-multicolored-hand-paint-1148998/