Όταν εκφράζουμε με λόγο όσα σκεφτόμαστε, όταν μπαίνουμε στην διαδικασία να κάνουμε λόγο αυτά που αισθανόμαστε, αυτομάτως δημιουργείται μία ψυχολογική απόσταση από αυτά που έχουμε πει, που μας επιτρέπει να ακούσουμε τον εαυτό μας αλλιώς. Δημιουργείται ένας χώρος μεταξύ αυτού που μας συμβαίνει και του λόγου που μας δίνει την δυνατότητα να κάνουμε κάτι με αυτό.
Τόσο η ψυχική διαδικασία στην οποία μπαίνουμε για να εκφράσουμε το βίωμά μας, όσο και το άκουσμα του λόγου μας, μεταμορφώνουν αυτό που υπήρχε μέσα μας. Όταν το μέσα μας βγαίνει έξω μας, μέσω του λόγου, αισθανόμαστε πως έχουμε μία δύναμη πάνω του, πως μπορούμε κατ’ αρχάς να το ορίσουμε, να το κάνουμε συγκεκριμένο – από ασαφές που είναι όταν δεν έχει ειπωθεί-, έτσι το καταλαβαίνουμε καλύτερα, το προσεγγίζουμε με μία πιο ξεκάθαρη ματιά, μπορούμε, στην συνέχεια, να το επεξεργαστούμε, να σκεφτούμε τί θέλουμε να κάνουμε με αυτό. Ποτέ αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν σκεπτόμαστε μόνοι μας, ή αν δυνατά μιλούσαμε χωρίς ακροατή. Επίσης, το να μιλάμε σε κάποιον δεν είναι αρκετό από μόνο του για μας βοηθήσει.
Θεραπευτικό φαίνεται πως είναι το να μιλάμε σε κάποιον που δεν μας γνωρίζει από πριν, που δεν περιμένει από εμάς τίποτα, που είναι ουδέτερος, που ενδιαφέρεται να ακούσει παρά να μιλήσει και να πει την γνώμη του. Η προσπάθειά μας δε, να εμβαθύνουμε στο βίωμά μας, να το προσεγγίσουμε όσο πιο περιγραφικά γίνεται ώστε να βοηθήσουμε τον ακροατή να καταλάβει πώς είναι για εμάς να βιώνουμε αυτό που εκφράζουμε, μας κάνει και εμάς τους ίδιους να το κατανοούμε καλύτερα και να ανακαλύπτουμε πτυχές του βιώματός μας που πριν μας ήταν άγνωστες.
Στην ουσία, ο θεραπευτής είναι εκπαιδευμένος στο να ακούει με τέτοιον τρόπο ώστε να βοηθάει τον θεραπευόμενο να καταλάβει τον εαυτό του. Αυτός ο τρόπος λέγεται ενεργητική ακρόαση και έχει ιδιότητες όπως: απόλυτη συγκέντρωση και προσοχή όχι μόνο στο τί λέει ο θεραπευόμενος, αλλά και στο πώς το λέει και την ικανότητα να επαναδιατυπώνει τα όσα άκουσε ή/και κατάλαβε, να καθρεφτίσει το συναίσθημα του.
Το να προσπαθούμε να εκφράσουμε λεκτικά αυτά που σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε, να ακούμε τον εαυτό μας να τα διατυπώνει, να ακούγονται αυτά από κάποιον που ακούει ενεργητικά, προσφέροντας με την ουδέτερη στάση του μία νέα, φρέσκια οπτική, λειτουργεί θεραπευτικά. Ουσιαστικά, αυτή η διαδικασία μας προσφέρει έναν νέο τρόπο να συνδιαλεγόμαστε με το πρόβλημα μας, αλλάζει τον εσωτερικό μας διάλογο, το πώς μιλάμε στον εαυτό μας. Αρχίζουμε να κατανοούμε τον εαυτό μας αντί να τον κρίνουμε, δοκιμάζουμε νέους τρόπους ερμηνείας και αντίληψης των σχέσεων μας που πριν δεν είχαμε.
Από την Βέρα Δημητριάδη – Ψυχολόγος