από την κοινωνική λειτουργό του Κλιμακίου «Θάλπος Ιστιαίας» Μαρία Πετκίδου
O Bowen περιγράφει την οικογένεια ως ένα ενεργό σύστημα το οποίο ωθείται να προσαρμοστεί και να αλλάξει με κάθε επιπλέον γέννα και, εν τέλει, ορίζεται ως το σύνολο των μελών της. Το κάθε μέλος έχει ένα διακριτό ρόλο μέσα σε αυτήν ο οποίος καθορίζει τον τρόπο που το άτομο λειτουργεί και συμπεριφέρεται καθώς και γενικότερα τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας.
Καθώς, λοιπόν, οι οικογένεια είναι το πρώτο κοινωνικό σύστημα στο οποίο εισάγεται το άτομο, τόσο ο ρόλος του μέσα σε αυτό όσο και οι σχέσεις του με τα άλλα μέλη είναι φυσικό να επηρεάσουν και να καθορίσουν την προσωπικότητά του. Μεγάλο μέρος της επαναλαμβανόμενης αυτής επιρροής που πλάθει την προσωπικότητα του ατόμου, έρχεται τόσο από τους γονείς όσο και από τα αδέλφια που λειτουργούν ως πρότυπα ή ανταγωνιστές.
Η σειρά με την οποία εισάγεται σε αυτό το σύστημα, αλλιώς «Βιολογική Σειρά Γέννησης», έχει αναφερθεί ως ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έχει αποδειχτεί ότι επηρεάζει πλήθος τομέων όπως την συμπεριφορά του ατόμου, την ευφυΐα, τις επαγγελματικές επιλογές, το αίσθημα ικανοποίησης και την προσωπικότητα. Η προσοχή, για παράδειγμα, που δίνεται στο πρώτο παιδί της οικογένειας είναι μεγαλύτερη, καταναλώνοντας πολλές φορές οι γονείς περισσότερο χρόνο στην φροντίδα του, χρόνο λιγότερο αποτελεσματικό όμως, λόγω της απειρίας και του άγχους που τους καταβάλλει. Αν, έπειτα, αυτό το μονοπώλιο προσοχής μειωθεί κατά την γέννα ενός δεύτερου παιδιού παρατηρείται στην συμπεριφορά του πρώτου μια εντονότερη ανάγκη αποδοχής καθώς και το αίσθημα ευθύνης και τελειομανίας.
Αντίστοιχα, αναφορικά με την σειρά γέννησης, ένα ειδικό κομμάτι της βιβλιογραφίας έχει αφιερωθεί στην ανάλυση της γέννησης, του πλαισίου ανατροφής, τον ρόλο και την επίδραση όλων αυτών στην προσωπικότητα και την συμπεριφορά του μεσαίου παιδιού. Όπου η παιδί προς παιδί επιρροή είναι ισάξια (και μερικές φορές κρισιμότερη) από την γονέα προς παιδί επιρροή. Πρόκειται είτε για το δεύτερο είτε για κάποιο επόμενα γεννημένο παιδί αρκεί να μην είναι ούτε το μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο.
Σύμφωνα με κάποιες έρευνες, τα παιδιά αυτά, λόγω της θέσης τους, τείνουν να αναπτύσσουν στοιχεία του χαρακτήρα με βάση όσα χαρακτηριστικά «περίσσεψαν» από τα μεγαλύτερα αδέρφια, σε μια προσπάθεια κάλυψης των κενών ρόλων στην οικογένεια ή σε μια προσπάθεια αναζήτησης ταυτότητας. Μια άλλη αιτιολογία είναι ότι καθώς, πολλές φορές, γεννιούνται μετά το πρώτο παιδί, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στον «εκθρονισμό» του, τα όρια κατά την ανάπτυξη της αδελφικής σχέσης είναι πολύ πιο ξεκάθαρα και αυστηρά για το ποιος είναι το «αφεντικό». Έτσι, σε συνδυασμό με τον αδελφικό ανταγωνισμό που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, δημιουργείται μια γενικότερη εντύπωση ότι τα μεσαία παιδιά παρουσιάζουν χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από τα αμέσως μεγαλύτερα αδέρφια, προκειμένου είτε να καθιερώσουν τον δικό τους προσωπικό ρόλο, είτε να μην «εισβάλλουν στα χωράφια του μεγαλύτερου».
Ταυτόχρονα, η διαφορά δύναμης, τόσο νοητικής όσο και σωματικής είναι που τοποθετεί τα επόμενα-γεννημένα-παιδιά σε μειονεκτική θέση ως προς το πρώτο. Αυτό τα ωθεί σε διαφορετικούς τρόπους έκφρασης εαυτού, πολλές φορές μέσα από την δημιουργία κοινωνικών δικτύων εκτός της οικογένειας, ενισχύοντας έτσι την κοινωνικότητα και την εξωστρέφεια τους. Και καθώς ο συμβιβασμός, αν και σημαντικό στοιχείο σε όλες τις αδελφικές σχέσεις, είναι εντονότερος στην καθημερινότητα των μεσαίων παιδιών, οδηγεί σε πιο δεκτικές και πράες συμπεριφορές που ενισχύουν την προσαρμοστικότητα στις σχέσεις.
Όπως είναι λογικό, ο τρόπος ανατροφής και η φύση της γονεϊκότητας μεταβάλλεται με κάθε επόμενο παιδί. Έτσι το μεσαίο παιδί, ως δεύτερο ή τρίτο στην σειρά δέχεται φροντίδα από δυο πιο έμπειρους ενήλικες χωρίς τα λάθη που έχουν ήδη «δοκιμαστεί» στο πρώτο ή το στρες που διακατέχει τον νέο γονέα. Παράλληλα, ακριβώς λόγω της μειωμένης νευρικότητας η αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού περιλαμβάνει περισσότερη θαλπωρή και λιγότερη πειθαρχία, παρέμβαση και άγχος αποχωρισμού.
Πιθανόν, όμως, λόγω της απροσδιόριστης θέσης του μεσαίου παιδιού στην οικογένεια όπου δεν λαμβάνει την προσοχή του πρώτου παιδιού ή το «κανάκεμα» του τελευταίου χαρακτηρίζεται από χαμηλότερο αίσθημα του ανήκειν στις σχέσεις του. Όταν η σχέση γονέα και μεσαίου παιδιού πληρεί τα κριτήρια που λένε ότι λόγω της ιεραρχικής και αριθμητικής θέσης του στην οικογένεια λαμβάνει ή έχει την αίσθηση ότι λαμβάνει λιγότερη προσοχή, ορίζεται από μια μερίδα επαγγελματιών ως το «Σύνδρομο του Μεσαίου Παιδιού» για να περιγράψουν τον αίσθημα παραμέλησης ή αποκλεισμού που μπορεί να βιώνει.
Καθώς, λοιπόν, το κάθε παιδί είναι μια διαφορετική ατομική προσωπικότητα, χρειάζεται και διαφορετική μέθοδο διαπαιδαγώγησης την οποία πολλές φορές ασυνείδητα προσαρμόζουν οι γονείς. Όμως αυτό δεν έχει κάποια σχέση με την σειρά γέννησης. Έτσι και το μεσαίο παιδί δεν είναι πιο διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο από τα αδέρφια του. Έχει όμως τοποθετηθεί σε μια θέση οπού είναι πιο εύκολο να παραμεληθεί.
Έτσι λοιπόν, είναι μια φυσική εξέλιξη τα μεσαία παιδιά να παρουσιάζουν πιο συχνά διαστήματα κρίσης ταυτότητας ή αισθήματα παραμέλησης από το οικογενειακό περιβάλλον, έχοντας περάσει την περίοδο “αντικατάστασης” από το καινούργιο μωρό που καταναλώνει μεγάλο μερίδιο από την γονική προσοχή, χωρίς παράλληλα να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα που έχει το μεγαλύτερο. Σε αυτή την κατάσταση οι γονείς με απλούς τρόπους μπορούν να κάνουν κατανοείτο στο παιδί το πόσο ξεχωριστό και σημαντικό είναι στην οικογένεια, αποφεύγοντας τις παγίδες της καθημερινότητας που μπορεί να οδηγήσουν σε αισθήματα ανισότητας.
Οι τρόποι αυτοί μπορεί να συμπεριλαμβάνουν την αποφυγή σύγκρισης και την καθησύχαση σε περίπτωση λάθους ότι η πιθανή τιμωρία δεν σχετίζεται με τα αδέρφια του και να είναι ξεκάθαροι οι λόγοι πίσω από αυτήν. Επίσης η ενίσχυση και η επιβράβευση των κατορθωμάτων, η ανοιχτή επικοινωνία, η ενθάρρυνση των χαρακτηριστικών που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα αδέρφια είναι παράγοντες που τοποθετούν όλα τα παιδία στο ίδιο βάθρο.
Ενώ, λοιπόν, οι βιολογικοί παράγοντες και ο ρόλος στον οποίο γεννιέται το κάθε παιδί μπορούν να επηρεάσουν την συμπεριφορά του, είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι δεν είναι ο αριθμός με τον οποίο γεννιέται το παιδί όσον αφορά την βιολογική σειρά γέννησης, αλλά η κατάσταση στην οποία γεννιέται και ο τρόπος με τον οποίο την ερμηνεύει που επηρεάζουν τον χαρακτήρα του (Adler). Το πως ένα παιδί βλέπει τον εαυτό του και τον ρόλο του στην οικογένεια είναι αυτό που καθορίζει την «Ψυχολογική Σειρά Γέννησης» και αυτή μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες που αφορούν το ίδιο ή τα αδέρφια του όπως το φύλο, η απόσταση ανάμεσα στις γέννες, ξεχωριστά χαρακτηριστικά όπως χαρισματικότητα σε κάποιον τομέα ή αναπηρία και φυσικά η ιδιοσυγκρασία του κάθε παιδιού, ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων.
Παράλληλα, είναι πιθανό το κάθε άτομο να αναγνωρίζει χαρακτηριστικά του εαυτού του και να τοποθετείται σε παραπάνω από μια κατηγορία βιολογικής σειράς γέννησης και είναι λογικό αν σκεφτούμε ότι τα πρώτα παιδιά για ένα διάστημα ήταν μοναχοπαίδια, τα μεσαία έχουν ζήσει με τον ρόλο του μικρότερου παιδιού και τα μικρότερα αφού φύγουν τα μεγαλύτερα αδέρφια από το σπίτι έχουν έντονα στοιχεία στην καθημερινότητα που θυμίζουν ένα μοναχοπαίδι.
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι όσο δελεαστική κι αν είναι μια συζήτηση που αναλύει τα χαρακτηριστικά μας σύμφωνα με την τοποθέτησή μας στην οικογένεια, οι άνθρωποι είμαστε υπερβολικά περίπλοκα όντα ώστε να χωρέσουμε σε τόσο αυστηρές κατηγορίες. Παρότι το πλαίσιο είναι φυσικό να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που καταλήγουν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα, καμιά πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει ως προς το πως θα αναπτυχθεί ένα παιδί καθώς, ανεξάρτητα από την ατομικότητα και μοναδικότητα του κάθε χαρακτήρα, η ανατροφή και η εξέλιξη είναι κάτι πολυπαραγοντικό που δεν μπορεί να καλυφθεί από μία μόνο θεωρία.
Βιβλιογραφία:
Adams, B. N. (1972). Birth Order: A Critical Review. Sociometry, 35(3), 411–439. https://doi.org/10.2307/2786503
Clarke, A. (2021). Biological Birth Order vs Psychological Birth Order & Predictability of Personality (Doctoral dissertation, Dublin, National College of Ireland).
Pitzer, M. S., & Hock, E. (1989). Employed mothers’ concerns about separation from the first‐and second‐born child. Research in Nursing & Health, 12(2), 123-128.
Rohrer, J. M., Egloff, B., & Schmukle, S. C. (2015). Examining the effects of birth order on personality. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America, 112(46), 14224–14229. https://doi.org/10.1073/pnas.1506451112
Silverman, L. K. (1988). The second child syndrome. Mensa Bulletin, 320, 18-20.
Ratledge, I., & Simple, R. (2015, June 18). Birth order stereotypes and why they’re often wrong. CNN. https://edition.cnn.com/2015/06/18/health/birth-order/index.html
Photo by Victoria Akvarel : https://www.pexels.com/photo/three-siblings-doing-a-photoshoot-14571372/