από την ψυχολόγο – χοροκινητική ψυχοθεραπεύτρια του «Θάλπος» Ευτυχία Νικολοπούλου
Μη επαγγελματίας φροντιστής – ο άνθρωπος που έχει αναλάβει τη φροντίδα συγγενικού ή οικείου προσώπου με χρόνια νόσο, σωματική ή ψυχική αναπηρία ή κάποιου που χρειάζεται μακροχρόνια φροντίδα. Ο ρόλος αυτός είναι καίριας σημασίας για την εξέλιξη της πορείας και την ποιότητα ζωής του πάσχοντα. Μπορεί να μας ανταμείψει με την ικανοποίηση που αντλούμε όταν νιώθουμε ότι η προσφορά μας έχει θετικό αντίκτυπο στη ζωή του πάσχοντα, ιδίως όταν αυτό το φρόντισμα μας φέρνει πιο κοντά μαζί του και νιώθουμε ότι έτσι ανταποδίδουμε την αγάπη, φροντίδα ή ό,τι άλλο καλό δεχτήκαμε εμείς από εκείνον σε άλλη φάση της κοινής μας ζωής. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο κάποιοι από εμάς νιώθουμε ότι η ζωή μας αποκτά νέο σκοπό και νόημα.
Συχνά, η απόφαση να γίνει κανείς φροντιστής επιβάλλεται από τις συνθήκες της ζωής (ξαφνική εκδήλωση ασθένειας, ψυχιατρικού προβλήματος, γνωστική έκπτωση πάσχοντα κλπ.) και μπορεί να μην υπάρχει χρόνος να προηγηθεί εκούσια λήψη απόφασης σχετικά. Με το ρόλο αυτό επέρχεται μεγάλη αλλαγή σε πολλούς τομείς της ζωής. Σημαντική αλλαγή αποτελεί ο πρόσθετος ρόλος που δίδεται στο φροντιστή, ο οποίος έχει επίδραση στη δυναμική και την πραγματικότητα της σχέσης των εμπλεκόμενων προσώπων (π.χ. εκτός από σύντροφος γίνομαι και φροντίστρια).
Πολλές στιγμές η επιφόρτιση αυτού του ρόλου γίνεται δυσβάσταχτη για τους φροντιστές καθώς καλούνται να ‘’εφεύρουν’’ χρόνο εκεί που δεν υπάρχει μοιράζοντας τον ανάμεσα στις υποχρεώσεις της δικής τους ζωής ή οικογένειας και του ατόμου που φροντίζουν. Η ανησυχία αυξάνεται, η οικονομική επιβάρυνση για την κάλυψη των εξόδων θεραπείας ή σχετικού εξοπλισμού αποτελεί μία νέα πραγματικότητα και το αίσθημα άγχους και κόπωσης τους ακολουθεί καθημερινά.
Συχνά συνυπάρχουν αντιφατικά συναισθήματα για την κατάσταση όπως αγάπη για τον άτομο που φροντίζουν, ικανοποίηση για την προσφορά, θλίψη για την κατάσταση του πάσχοντα αλλά και θλίψη για τις αλλαγές που αυτή έχει επιφέρει στη ζωή του φροντιστή. Αντίστοιχα, αυτό μπορεί να γεννήσει θυμό και ευερεθιστότητα ή έλλειψη υπομονής προς τον πάσχοντα και συνακολούθως ενοχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι φροντιστές τείνουν να παγιδεύονται σε ένα φαύλο κύκλο ενοχής που ενισχύεται στις περιπτώσεις που αυτός νιώθει ότι θα έπρεπε να είναι εκεί που τον χρειάζονται ενώ δεν είναι ή ότι δεν κάνει αρκετά. Το βάρος αυτού του ρόλου συχνά επιβαρύνει τη σωματική και ψυχική υγεία των ίδιων των φροντιστών. Όταν όλα τα παραπάνω ορίζουν την καθημερινότητα περιγράφουν την κατάσταση που απαντάται συχνά σε άτομα που έχουν αναλάβει αυτό το ρόλο, γνωστή με τον όρο Εξουθένωση του Φροντιστή ή αλλιώς Το Σύνδρομο του Φροντιστή. (Caregiver Burnout ή Caregiver Syndrome).
Αυτός ο ιδιαίτερα απαιτητικός ρόλος θέλει ‘’φροντίδα’’ από τους ίδιους τους φροντιστές έτσι ώστε να είναι σε θέση να τον εκπληρώσουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και να είναι ουσιαστικά παρόντες στη ζωή του ατόμου που τους έχει ανάγκη.
Τι είδους φροντίδα όμως χρειάζεται ένας φροντιστής;
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ο φροντιστής να οχυρώνεται με όση περισσότερη εμπεριστατωμένη γνώση της κατάστασης του πάσχοντα. Η ενδελεχής πληροφόρηση και ενημέρωση από έγκυρες πηγές, όπως θεράποντες ιατροί, λειτουργούν βοηθητικά ως προς το κομμάτι της προετοιμασίας του ατόμου για το τί να προσδοκά για την κατάσταση του πάσχοντα και της ανάκτησης μία μορφής ελέγχου της κατάστασης, τη στιγμή που ο έλεγχος μοιάζει να έχει χαθεί λόγω των αλλαγών και του αγνώστου που έχουν να αντιμετωπίσουν αμφότεροι. Επιπρόσθετα, η αναζήτηση εκπαίδευσης για το ζήτημα του πάσχοντα μέσα από εκπαιδευτικά σεμινάρια φορέων που ασχολούνται με το αντίστοιχο ζήτημα μπορεί να ενισχύσει όλα τα παραπάνω (πχ.Εταιρεία Alzheimer Αθηνών για περιπτώσεις Άνοιας).
Ένα άλλο καίριο σημείο είναι αυτό της οριοθέτησης του προσωπικού χρόνου για ξεκούραση, ύπνο και αποφόρτιση. Σημαντικό είναι, δηλαδή, κανείς να αφιερώνει προστατευμένο χρόνο μέσα στη μέρα για να αποσυμπιέζεται μέσα από δραστηριότητες που τον γεμίζουν και τον τροφοδοτούν, είτε αυτό είναι ένας πρωινός καφές, μία βόλτα στη φύση ή η επαφή με αγαπημένα πρόσωπα.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και να αναγνωρίζουμε τα προσωπικά μας όρια σε σχέση με αυτό που μπορούμε να προσφέρουμε. Αυτό με τη σειρά του χρειάζεται να επικοινωνηθεί με καθαρό τρόπο στους γύρω μας. Αυτή μπορεί να είναι μία μεγάλη πρόκληση για κάποιους από εμάς. Σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι για να είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε κάποιον άλλο, χρειάζεται πρώτα να έχουμε καλύψει τις δικές μας βασικές ανάγκες. Διαφορετικά, και η ποιότητα της βοήθειάς μας θα επηρεαστεί αλλά και εμείς διατρέχουμε τον κίνδυνο να εξαντληθούμε. Βοηθητικό προς τα παραπάνω είναι ο διαμοιρασμός των ευθυνών και υποχρεώσεων στην οικογένεια. Τα μέλη της οικογένειας χρειάζεται να συνεργάζονται στη φροντίδα των εξαρτημένων μελών της οικογένειας.
Τέλος, η αναζήτηση κάποιου κατάλληλα εκπαιδευμένου επαγγελματία ψυχικής υγείας καθώς και η σύνδεση με ομάδες στήριξης φροντιστών, όπου μπορεί κανείς να μοιραστεί τους προβληματισμούς του με άτομα που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις αλλά και να ενδυναμωθεί λαμβάνοντας τη στήριξη της ομάδας, μπορεί να λειτουργήσουν ιδιαίτερα βοηθητικά.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 ψηφίστηκε νέος εργασιακός νόμος στην Ελλάδα, ο οποίος κατοχυρώνει κάποια δικαιώματα για τους μη επαγγελματίες φροντιστές, γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την αναγνώριση της πολύ σημαντικής προσφοράς τους.
Photo by Andrea Piacquadio: https://www.pexels.com/photo/joyful-adult-daughter-greeting-happy-surprised-senior-mother-in-garden-3768131/