από τη ψυχολόγο της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης «Θάλπος Αττικής», Μπεσίρη Λευκοθέας.
Είναι γεγονός ότι η σχολική επιτυχία κατέχει στις μέρες μας μία σημαντική θέση στο κοινωνικό αξιακό σύστημα και συνεπακόλουθα αποτελεί πρώτιστη μέριμνα κάθε γονιού για το παιδί του. Παράλληλα, όμως, παρατηρούμε συνεχώς την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, με τη μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού και ταυτόχρονα την αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα την ενίσχυση των ιδιωτικών κολεγίων, να αποτελούν μερικά μόνο από τα παραδείγματα που οδηγούν σε μία σύγχρονη εκπαιδευτική δυστοπία. Σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό περιβάλλον, οι μαθητές εμφανίζουν όλο και συχνότερα μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαναγνωσία, δυσαριθμησία κλπ), για τις οποίες οι γονείς απευθύνονται στα Κέντρα Ειδικών Θεραπειών. Ανακύπτει, λοιπόν, εύλογα το ερώτημα αν οι μαθησιακές δυσκολίες συνιστούν ένα σύμπτωμα της νέας εποχής.
Το σίγουρο είναι ότι ο θεσμός της εκπαίδευσης βρίσκεται σε κρίση, η οποία δεν μπορεί να μη σχετίζεται και με τα όσα περιγράψαμε προηγουμένως αναφορικά με την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και την άνθηση της ιδιωτικής. Στις μέρες μας, όταν ένα παιδί δυσκολεύεται να μάθει, ξεκινά είτε μία διαδικασία αξιολόγησης, διάγνωσης και στη συνέχεια θεραπείας σε κάποιο ιδιωτικό Κέντρο Ειδικών Θεραπειών, είτε παρακολουθεί ιδιαίτερα μαθήματα ή προγράμματα ιδιωτικής εκπαίδευσης. Οφείλουμε να θυμόμαστε, όμως, πως έχει μεγάλη σημασία για το κάθε παιδί να υποστηριχθεί στο πλαίσιο του δημόσιου σχολείου του.
Η ψυχαναλυτική θεωρία θα δώσει τη δική της ερμηνεία ως προς τη σημασία των μαθησιακών δυσκολιών που παρουσιάζουν όλο και συχνότερα σήμερα τα παιδιά. Πρόκειται για περιπτώσεις παιδιών στα οποία παρατηρούνται συνήθως οι εξής δύο συνθήκες: α) μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα, όπου το παιδί τοποθετείται σε εξάρτηση από εκείνη και β) μία σύγχυση στο να τοποθετηθεί το παιδί στην κατάλληλη θέση στο γενεαλογικό άξονα. Μία μητέρα τοποθετεί το παιδί της σε μία θέση που δεν του αρμόζει, όταν για παράδειγμα επιλέγει να κοιμάται μαζί του, όταν του μιλά για τα παράπονα που μπορεί να έχει από το σύζυγό της και πατέρα του, όταν δεν επενδύει σε άλλες σχέσεις (σύζυγος, φίλοι κλπ) πέρα από εκείνο ή σε άλλους τομείς της ζωής της (εκπαίδευση, εργασία κλπ) και ταυτόχρονα, όταν ο πατέρας αδυνατεί να θέσει το νόμο πως το παιδί δεν μπορεί να είναι η μόνη επιθυμία της μητέρας του.
H Maud Mannoni, μια από τις πλέον σημαίνουσες μορφές της γαλλικής ψυχανάλυσης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αναφέρει πως «αν υπάρχουν σχολικές δυσκολίες καθαρά παιδαγωγικής προέλευσης, ισχύει εξίσου ότι αυτό το σύμπτωμα καλύπτει σχεδόν πάντα κάτι άλλο». Το σύμπτωμα του παιδιού έχει αξία μηνύματος, κάτι προσπαθεί να επικοινωνήσει ασυνείδητα. Αν εμείς αντί να προσπαθήσουμε να το ακούσουμε και να το ερμηνεύσουμε, εισέλθουμε σε μία διαδικασία να «διορθώσουμε» το σύμπτωμα, να το «κανονικοποιήσουμε» μέσω της ειδικής εκπαίδευσης, είναι πολύ πιθανό κινηθούμε προς την κατεύθυνση των αμυνών του παιδιού και, παραδόξως, να τονίσουμε με αυτό τον τρόπο τις δυσκολίες που συνδέονται με την άρνηση του να εμπλακεί με τη σχολική γνώση, να αναλάβει αυτά που γνωρίζει, να αντιμετωπίσει τους μεγαλύτερους και τελικά να το επιδεινώσουμε. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε υπόψη μας πως κάθε παιδί είναι μοναδικό, κουβαλάει την προσωπική του ιστορία και βιώματα, οπότε χρειάζεται εξατομικευμένη διαχείριση και αντιμετώπιση. Χρειάζεται να ακούσουμε το σύμπτωμα του, το οποίο εκπροσωπεί για το ίδιο μία ασυνείδητη αλήθεια και συνήθως συνδέεται άρρηκτα με ό,τι συμπτωματικό υπάρχει στην οικογενειακή δομή.
Βιβλιογραφία:
Κανελλοπούλου Λ. (2019) Φάκελος Κλινική Ψυχολογία ΙΙ: Αβραμίδου Θ., Κεφ. 6ο Γιατί ένα παιδί δε μαθαίνει; Οι μαθησιακές δυσκολίες ως σύμπτωμα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Photo by https://www.thelocenter.gr/blog/4329761