από την κοινωνική λειτουργό του “Θάλπος Καλαμάτας” Αρετή Γλέζου
Συνήθως οι ακούοντες αντιμετωπίζουν τους Κωφούς ως άτομα με κάποια παθολογία και σπάνια ως ισότιμους πολίτες με κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά.
Πολλοί δε γνωρίζουν την Ελληνική νοηματική γλώσσα, την πλούσια πολιτισμική και γλωσσική κληρονομιά και την εσωτερική ζωή της κοινότητας των κωφών. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα οι προγλωσσικά κωφοί, αυτοί δηλαδή που χάνουν την ακοή τους σε πολύ μικρή ηλικία, αποτελούν μια ιδιαίτερη γλωσσική ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά και βιώματα. Τα κοινά χαρακτηριστικά του πληθυσμού αυτού απορρέουν από την οπτική φύση της ύπαρξής τους και κυρίως την επικοινωνία τους μέσω της νοηματικής γλώσσας, ενώ οι κοινές εμπειρίες τους από τις προκαταλήψεις που έχουν οι ακούοντες για τους κωφούς. Τα κοινά χαρακτηριστικά, οι κοινές εμπειρίες και η νοηματική γλώσσα, λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι που ενώνουν όλους τους κωφούς σε μια κοινότητα.
Περίπου το 95% των κωφών παιδιών προέρχεται από ακούοντες γονείς και μόνο ένα μικρό ποσοστό 5% από κωφούς. Όταν μεγαλώνουν οι Κωφοί αποζητούν τη συντροφιά άλλων Κωφών, δημιουργώντας φιλίες μεταξύ τους, γίνονται μέλη της κοινότητας των Κωφών, παντρεύονται μεταξύ τους και συνήθως αποκτούν ακούοντα παιδιά.
Πως μπορεί να μεγαλώσει όμως ένα ακούον παιδί σε ένα περιβάλλον Κωφών όπου η κύρια γλώσσα είναι η νοηματική; Πως επικοινωνεί με τους κωφούς γονείς του; Πως μαθαίνει να μιλάει; Είναι ευτυχισμένο στο περιβάλλον αυτό; Μπορεί να έχει μια φυσιολογική παιδική ζωή; Ερωτήματα τέτοιου είδους γεννιούνται συχνά από πολλούς.
Ο ρόλος ενός παιδιού CODA συνοδεύεται από μεγάλες ευθύνες. Πολλά παιδιά λειτουργούν ως διερμηνείς των γονιών τους από μικρή ηλικία και αυτό σημαίνει ότι συχνά αναλαμβάνουν ευθύνες που αντιστοιχούν σε ενήλικες. Ο Bonser, ο οποίος είναι ιδρυτής του CODA Australia, λέει ότι ως παιδί CODA είχε μάθει να αλληλεπιδρά με εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας.
Τα ακούοντα παιδιά Κωφών γονέων, μαθαίνουν την Ελληνική νοηματική γλώσσα ως μητρική γλώσσα. Παράλληλα όμως, από το περιβάλλον τους μαθαίνουν και την ομιλούμενη. Δηλαδή τα παιδία αυτά είναι δίγλωσσα. Έτσι μπορούν να κινούνται με άνεση ανάμεσα σε δυο «κόσμους», των Κωφών και των ακουόντων. Τα παιδία αυτά, από τη βρεφική τους κιόλας ηλικίας, έρχονται σε επαφή με την κοινότητα των Κωφών, πηγαίνουν σε Σωματεία Κωφών και συναναστρέφονται με παιδία, άλλα Κωφά και άλλα ακούοντα συνάπτοντας φιλίες.
Στην κοινότητα των Κωφών, τα ακούοντα παιδία παίρνουν μέρος σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, μαθαίνουν την κουλτούρα των Κωφών, καθώς και το πως να εκφράζονται τόση στην νοηματική όσο και την ομιλούμενη γλώσσα. Στην κοινότητα αυτή, μαθαίνουν να σέβονται τους Κωφούς και να αντιμετωπίζουν την κώφωση ως ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά της ταυτότητάς και όχι ως αναπηρία, κάνοντάς την μέρος του κόσμου τους.
Πολλά από τα παιδία αυτά σπουδάζουν επιστήμες σχετικές με την κώφωση, ακολουθώντας επαγγέλματα που έχουν σχέση με Κωφούς, όπως για παράδειγμα διερμηνείς Ελληνικής νοηματικής γλώσσας, δάσκαλοι Κωφών, κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι και διδάσκουν σε σχολεία Κωφών.
Τα ακούοντα παιδία Κωφών γονέων, θέλοντας να μοιραστούν και να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους, δημιούργησαν έναν διεθνή οργανισμό CODA, τον “Children of Deaf Adults” με μέλη απ΄ όλο τον κόσμο, ενώ το Δεκέμβριο τους 2003, για την Ελλάδα, δημιούργησαν σωματείο CODA στη Θεσσαλονίκη.
Παράδειγμα Έλληνα καλλιτέχνη, παιδιού CODA, ήταν ο Γιάννης Ζουγανέλης.
«Στον Παράδεισο θα ακούω», (τα τελευταία του λόγια του Μπετόβεν, ως γνωστόν, ήταν κωφός). Ludwig van Beethoven, 1770-1827, Γερμανός συνθέτης.
Πηγές:
https://coda-international.wildapricot.org/
https://www.deafwebsites.com/children/children-of-deaf-adults.html