Η εφηβεία χαρακτηρίζεται από αλλαγή, αμφισβήτηση και απώλεια. Οι ορμονικές αλλαγές προκαλούν αλλαγές στα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου. Οι αισθητηριακές προσλήψεις του εφήβου, λόγω της αφύπνισης της σεξουαλικότητας, κατακλύζονται από πρωτόγνωρα ερεθίσματα που προκαλούν ευχαρίστηση ταυτόχρονα όμως και ντροπή, άγχος ή αμηχανία που μπορεί να οδηγήσουν σε απομόνωση. Επίσης, καθώς ωριμάζει ο έφηβος, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι οι γονείς του δεν είναι ιδανικά πρόσωπα, όπως πίστευε στην παιδική του ηλικία, παντοδύναμα, πανέξυπνα. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες τους, να αμφισβητεί τις αξίες τους, τις πεποιθήσεις τους και μαζί με αυτές τις ευρύτερες κοινωνικές και ηθικές αξίες. Τέλος, υπάρχει η απώλειας της παιδικής ηλικίας. Ο έφηβος θα πρέπει σταδιακά να «πενθήσει» την απώλεια της σιγουριάς, της ασφάλειας, της ανεμελιάς της παιδικής ηλικίας και να αρχίσει να αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη του εαυτού του.
Αυτές οι διακυμάνσεις στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του εφήβου, δεν προκαλούν σύγχυση και αναστάτωση μόνο στον ίδιο αλλά και στους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και την ευρύτερη κοινωνία, με αποτέλεσμα συχνά η συμπεριφορά αυτή να παρεξηγείται. Οι απειλές είναι πολλές, όπως κατάχρηση ουσιών, «κακές» συναναστροφές, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, χαμηλοί βαθμοί κ.α. Οι γονείς δικαιολογημένα ανησυχούν, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που υπερβάλλουν. Η συμπεριφορά του εφήβου μπορεί να κάνει τους γονείς να αντιδράσουν με κατασταλτικά μέτρα, οδηγώντας τον έφηβο είτε στην περαιτέρω επιδείνωση της συμπεριφοράς του, είτε στην προσκόλλησή του στους γονείς με αποτέλεσμα την ανεπαρκή αυτονόμησή του. Επίσης, οι ίδιοι οι γονείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να αποδεχτούν την απώλεια του ρόλου τους όπως τον ήξεραν, και είναι αυτονόητο πως όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη των γονιών να εξακολουθούν να είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη ζωή του εφήβου, τόσο πιο δύσκολη και επώδυνη μπορεί να γίνει αυτή η μεταβατική περίοδος που ονομάζουμε εφηβεία για το παιδί τους.
Η ιδανική εικόνα που τους προσέδιδε το παιδί είναι γοητευτική και ενίοτε αποπλανητική αλλά θα πρέπει και οι ίδιοι να είναι σε θέση να το βοηθήσουν να την αποκαθηλώσει προκειμένου να την αντικαταστήσει με μία άλλη, πιο κοντά στην πραγματικότητα. Έτσι, όταν ενηλικιωθεί ο έφηβος να μπορεί να δημιουργήσει σχέσεις που δε θα βασίζονται στην εξιδανίκευση, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε απογοητεύσεις και θυμό.
Στόχος μας είναι να μην υποτιμούμε τον έφηβο, να του δίνουμε χώρο να εκφράσει αυτά που νιώθει είτε μέσω της έντασης, είτε μέσω της απόσυρσής του. Προσπαθούμε όσο αυτό είναι εφικτό να αποτελούμε παράδειγμα των όσων λέμε π.χ. δεν μπορούμε να ζητάμε από τον έφηβο να ελέγχει το θυμό του όταν εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να το κάνουμε.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι όλα μέσα στο μυαλό του εφήβου αλλάζουν ραγδαία και του είναι πολύ δύσκολο να αυτό-οριοθετηθεί. Μέχρι να θέσει ο ίδιος στον εαυτό του όρια, για να ταξινομεί στοιχειωδώς τη ζωή του, εξακολουθεί να χρειάζεται οριοθέτηση από ένα εξωτερικό αλλά οικείο σύστημα αναφοράς, τους γονείς του. Παρόλο που νιώθει ότι αυτή η οριοθέτηση τον δεσμεύει, συγχρόνως την έχει απόλυτη ανάγκη για να μην πελαγοδρομεί.
Ο έφηβος, έτσι, περνώντας στην ενήλικη ζωή, ξέρει πλέον ο ίδιος πώς να χρησιμοποιήσει τα όρια που θέτει προς όφελος του έτσι ώστε να είναι σε θέση να ορίζει και να διεκδικεί με λειτουργικό τρόπο τα «θέλω» του. Τα οφέλη των προσωπικών ορίων και τις διεκδικητικής συμπεριφοράς στην ενήλικη ζωή θα τα δούμε στο επόμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία:
- Feldman, R.S. (2011). Εξελικτική Ψυχολογία. Εκδόσεις Gutenberg
- Τσιτσικά Α., Γιωτάκος Ο. (2016) Η συναρπαστική περίοδος της Εφηβείας. Εκδόσεις Πεδίο