Οι γονείς αποτελούν πρότυπα για τον έφηβο. Ο κυριότερος ρόλος των γονέων όταν το παιδί τους βρίσκεται στην εφηβεία, είναι να του παρέχουν ασφάλεια και στήριξη έτσι ώστε να το βοηθήσουν να αναπτύξει την προσωπικότητά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να γίνει ανεξάρτητο. Συνήθως, οι σχέσεις μεταξύ γονέων και εφήβου διαταράσσονται τόσο λόγω της ευερεθιστότητας του εφήβου, όσο και πολλές φορές και από την αδυναμία των γονέων να προσαρμοστούν σε όλες αυτές τις αλλαγές που συμβαίνουν στο παιδί τους.
Ο έφηβος αισθάνεται από τη μια πλευρά την τάση να αυτονομηθεί αλλά από την άλλη πλευρά χρειάζεται μία σταθερή βάση, ένα προστατευτικό περιβάλλον γεμάτο αγάπη, αφοσίωση απ’ όπου μπορεί να αντλεί δυνάμεις για να κάνει βήματα στη ζωή. Αυτό το προστατευτικό πλαίσιο θα πρέπει να το προσφέρουν οι γονείς (Παπαδιώτη- Αθανασίου, 2000). Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εύκολο γιατί οι γονείς θα πρέπει να ισορροπήσουν την έμφυτη ανάγκη τους να προστατεύουν το παιδί από κάθε κίνδυνο, με την επιθυμία τους να αποκτήσει ο έφηβος αυτονομία. Σε αυτό βοηθούν πολλοί παράγοντες, όπως το να έχουν οι ίδιοι οι γονείς θετική αυτοεκτίμηση, να επικοινωνούν ουσιαστικά μεταξύ τους, να μη μεταφέρουν τα προσωπικά τους προβλήματα στο παιδί, να έχουν αυτοέλεγχο και αυτογνωσία και κυρίως να μην υπάρχει κάποια ψυχοπαθολογία ή προβληματική κατάσταση (διαζύγιο, κακοποίηση, εγκατάλειψη).
Ωστόσο, οι σχέσεις γονέων-εφήβων συχνά διαταράσσονται είτε από απλά (και φυσιολογικά) γεγονότα, είτε από πιο σοβαρά, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Λόγου χάρη, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν καυγάδες μέσα στην οικογένεια, καθώς ο έφηβος, στην προσπάθειά του να καταλάβει ποιος είναι ο σκοπός του, πειραματίζεται και αντιδρά στις σκέψεις των γονέων, οι οποίες του φαίνονται οπισθοδρομικές. Όμως, υπάρχουν και καταστάσεις, όπου ο αυτοέλεγχος των γονέων χάνεται, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, Τότε είναι πασιφανές ότι η δομή μίας τέτοιας οικογένειας έχει υποστεί σημαντική ρήξη, οι γονείς προκαλώντας πόνο και εξευτελισμό στο παιδί τους γίνονται «τέρατα», αλλά και ο ίδιος ο έφηβος αποκτά, εκτός από σωματικές βλάβες, και συναισθηματικά και προβλήματα προσαρμογής. Επίσης, το διαζύγιο (λιγότερο) και ο θάνατος (κατεξοχήν) έχουν να κάνουν με την «απώλεια» ενός από τους γονείς, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει από αντιδράσεις πένθους και θλίψης, μέχρι και κλινική κατάθλιψη.
Για την αντιμετώπιση τέτοιων προβληματικών καταστάσεων που μπορεί να διαταράσσουν την καθημερινότητα των ενδοοικογενειακών σχέσεων στην οικογένεια, καθώς και την ψυχική υγεία του εφήβου είναι απαραίτητη η στοιχειώδη οργάνωση υπηρεσιών ψυχικής υγείας για το παιδί και τον έφηβο, υπηρεσίες οι οποίες είναι αλληλεξαρτώμενες και αφορούν τα εξής: α) πρωτογενής πρόληψη (ενημέρωση του ευρύτερου κοινού), β) δευτερογενής πρόληψη (έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία ψυχικών διαταραχών), γ) τριτογενής πρόληψη (φροντίδα και αποκατάσταση), (Τσιάντης & Μανωλόπουλος, 1987). Τέτοιες υπηρεσίες μπορεί να είναι κάποια Κέντρα Ενημέρωσης σε Νομαρχίες, Δήμους και Κοινότητες, Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής, Ψυχιατρικά Τμήματα Νοσοκομείων, αλλά και Σύλλογοι Γονέων και Σχολές Γονέων.
Τέλος, είναι καθήκον της πολιτείας να δώσει τη δέουσα σημασία στην ανάπτυξη, βελτίωση και χρηματοδότηση τέτοιων δομών με σκοπό την ευρύτερη εξυγίανση και ευημερία της κοινωνίας.
Βιβλιογραφία:
- Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β. (2000). Οικογένεια και Όρια. Συστημική Προσέγγιση, Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
- Τσιάντης, Μανωλόπουλος (1987). Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, τόμ. 1, ’α, γ’ μέρος, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη