Πολλές φορές, καθώς πλησιάζει η Πρωτοχρονιά κάνουμε τον απολογισμό του έτους, και αναρωτιόμαστε ποιες είναι εκείνες οι συμπεριφορές και τα στοιχεία του χαρακτήρα μας που θα θέλαμε ν’αλλάζαμε για να γίνουμε καλύτεροι.
Για παράδειγμα, θα θέλαμε ν’αρχίσουμε γυμναστική ή να σταματήσουμε να αναβάλλουμε συνεχώς πράγματα και καταστάσεις που είναι αδύνατον να αποφύγουμε. Σκεφτόμαστε πως πρέπει να χάσουμε βάρος ή πως κάτι οφείλουμε να κάνουμε για την χαμηλή μας αυτοπεποίθηση.
Τέτοιου είδους στόχους συχνά αναρτούνται στα διαδικτυακά μέσα που αφορούν την προσωπική βελτίωση και ανάπτυξη, χαρακτηριζόμενες όλες οι απόψεις από κάτι κοινό. Ποιο είναι αυτό; Όταν σκεφτόμαστε τι θα θέλαμε να βελτιώσουμε στον εαυτό μας, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι οι αδυναμίες μας και αν αναρωτηθούμε με ποιο κριτήριο αποφασίζουμε τι θα θέλαμε ν’ αλλάξουμε, συχνά απαντούμε, “Σκέφτομαι τι είναι αυτό που με κάνει δυστυχισμένο ή με τι δεν είμαι ευτυχισμένος,” ή “Σκέφτομαι τα κομμάτια της ζωής μου για τα οποία πασχίζω να πετύχω.” Με άλλα λόγια, υποστηρίζουμε πως για να βελτιωθεί κανείς οφείλει να αντιληφθεί τις κακές του συνήθειες και ν’ αναγνωρίσει τα λάθη του.
Αλλά γιατί δίνουμε τόση σημασία στη διόρθωση και βελτίωση των αδυναμιών μας; Γιατί να μην ενισχύσουμε τα δυνατά μας σημεία;
Νέα έρευνα από τους ψυχολόγους Andreas Steimer και André Mata απαντά σε αυτές τις ερωτήσεις, αποκαλύπτοντας τη λανθασμένη πεποίθηση του κόσμου ότι οι αδυναμίες τους μπορούν ν’ αλλάξουν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι τα δυνατά τους σημεία. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν το κύριο δυνατό τους σημείο και την κύρια αδυναμία τους και στη συνέχεια ερωτήθηκαν σχετικά με το πόσο εφικτή θα ήταν μια αντίστοιχη αλλαγή.
Φυσικά, ένα καλό πρώτο βήμα για να βελτιωθεί κανείς σε προσωπικό επίπεδο είναι να σκεφτεί ποια είναι αυτά τα στοιχεία που μπορεί να διαχειριστεί. Ακόμα και αν πιστεύουμε πως τ’ αδύνατα σημεία είναι περισσότερο ευμετάβλητα από τα δυνατά, τα δυνατά είναι εκείνα που μας βάζουν στη διαδικασία να καταπολεμήσουμε τις αδυναμίες μας. Και υπάρχουν προφανή θετικά σε αυτό, αφού ακόμα κι έτσι δεσμευόμαστε για προσωπική βελτίωση.
Όμως θα μπορούσε να έχει και αρνητικές συνέπειες. Ίσως καταλήξουμε να σπαταλάμε το χρόνο μας προσπαθώντας να ξεφορτωθούμε ένα κακό συνήθειο. Παρά τι καλές μας προθέσεις, οι αναθεωρήσεις που κάνουμε προς το τέλος του έτους συνήθως αποτυγχάνουν, διότι στοχεύουν στις αδυναμίες που είναι πραγματικά δύσκολο ν’ αλλάξουν. Οι ψυχολόγοι που μελετούν το “σύνδρομο των ψεύτικων ελπίδων” υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι έχουν υπερβολική αυτοπεποίθηση όσον αφορά την ικανότητά τους ν’ αλλάξουν, με αποτέλεσμα να θέτουν μη ρεαλιστικούς στόχους. Για παράδειγμα, ενώ κάποιος αποφασίζει τη νέα χρονιά να μελετά περισσότερο και πως κάθε Παρασκευή θα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη, μόλις προκύψει το πρώτο πάρτι, πετά στην άκρη το στόχο του και τελικά παραιτείται από αυτόν. Εάν, όμως, έθετε ένα& πιο ρεαλιστικό στόχο (για παράδειγμα να μελετά την εβδομάδα μια ώρα παραπάνω) θα ήταν πιθανότερο ν’ακολουθήσει το σχέδιο του για προσωπική βελτίωση.
Αγνοώντας την ύπαρξη των δυνατών μας σημείων αυτόματα απομακρυνόμαστε από την ευτυχία.
Κάποιοι ερευνητές δοκίμασαν την υλοποίηση προγραμμάτων “θετικής παρέμβασης” μέσω των οποίων δινόταν η δυνατότητα στα άτομα ν’ ανακαλύψουν, να εξερευνήσουν και ν’ αξιοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία. Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να εντοπίσουν τα πέντε πιο δυνατά τους σημεία και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να τα αξιοποιούν καθημερινά για μία εβδομάδα. Οι ερευνητές συμπέραναν πως τα άτομα που κατάφεραν και αξιοποίησαν τα δυνατά τους σημεία, έξι μήνες αργότερα ήταν πιο ευτυχισμένα και λιγότερο αγχωμέν από τα άτομα που δεν τα αξιοποίησαν.
Επομένως, το να αγνοούμε τα δυνατά μας σημεία επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην υγεία μας. Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν πως οι αδυναμίες πρόκειται να εξαλειφθούν με το χρόνο, ενώ οι δυνάμεις θα υφίστανται για πάντα. Εξαιτίας αυτής της πεποίθησης, δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αναπτύξει τα δυνατά του σημεία. Ας φανταστούμε κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του ιδιαίτερα καλοσυνάτο και πως αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ. Σκεπτόμενος έτσι, δεν αφιερώνει χρόνο στο να καλλιεργήσει περαιτέρω την καλοσύνη του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προσφέρει εθελοντική εργασία βοηθώντας άλλα άτομα, αλλά αισθανόμενος ασφαλής στην “καλοσύνη” του γίνεται όλο και λιγότερο καλοσυνάτος με την πάροδο του χρόνου. Οφείλουμε, λοιπόν, να γνωρίζουμε πως εάν δεν εμπλακούμε με τις δυνάμεις μας, πολύ πιθανόν σύντομα να τις δούμε να ξεθωριάζουν.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Ευτυχώς, έρευνες αποδεικνύουν πως ακόμα και η πεποίθησή μας για το τι μπορούμε ν’ αλλάξουμε και τι όχι, μπορεί ν’ αλλάξει. Υιοθετώντας αυτή τη στάση ζωής, είμαστε σε θέση ν’αντιμετωπίζουμε όλες τις δυσκολίες που προκύπτουν καθημερινά στη ζωή μας, από τους χαμηλούς βαθμούς στο σχολείο μέχρι ένα χωρισμό, και ταυτόχρονα να θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους. Για παράδειγμα, όταν κάποιος πιστεύει πως η ευφυΐα του μπορεί να αναπτυχθεί, προτίθεται ν’αντιμετωπίσει όλο και μεγαλύτερες προκλήσεις ώστε τελικά να την αναπτύξει περαιτέρω. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα δυνατά σημεία. Εάν επιλέξουμε να τα αναπτύξουμε, τότε θ’αναζητήσουμε διαφορετικές ευκαιρίες που θα μας βοηθήσουν να τα εδραιώσουμε κατά τη διαδικασία της προσωπικής ανάπτυξης.
Ας κρατήσουμε πως ένας τρόπος να βελτιώσουμε τον εαυτό μας είναι να ακονίσουμε μια δεξιότητα που ήδη έχουμε.
Lauren Howe – υποψήφια διδάκτορας στην Κοινωνική Ψυχολογία του Πανεπιστημίου στο Στάνφορντ (Social Psychology at Stanford University)