Τα πατρικά και τα μητρικά οιδιπόδεια τα ξέραμε, αλλά πάντα πιστεύαμε ότι η σχέση μητέρας γιου είναι πολύ πιο ισχυρή.
Αυτό ίσως δεν ισχύει τελικά. Σύμφωνα με μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο βρετανικό περιοδικό για την αναπτυξιακή ψυχολογία, οι μητέρες έχουν με τις κόρες τους μία πολύ ισχυρή σχέση. Η έρευνα αναφέρει ότι οι συζητήσεις που έχουν μεταξύ τους μητέρες και κόρες έχουν πολύ ισχυρότερο συναισθηματικό περιεχόμενο από τις συζητήσεις που κάνουν με τους γιους τους.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, ανακάλυψαν επίσης ότι καθώς σε αυτές τις συζητήσεις οι μητέρες χρησιμοποιούν πολύ πιο συναισθηματικές έννοιες και λέξεις από τους πατεράδες, χωρίς να το επιζητούν, στηρίζουν τα στερεότυπα ανάμεσα στα δύο φύλλα.
Οι ερευνητές λένε ότι αυτή η σχέση και η διαδικασία είναι τελικά που οδηγεί στο γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη σε σχέση με τους άντρες.
Για την έρευνα, εξήντα πέντε Ισπανίδες μητέρες και πατέρες και τα παιδιά τους από 4 μέχρι 6 ετών, έλαβαν μέρος σε ασκήσεις που περιελάμβαναν αφήγηση ιστοριών και συζήτηση για παλαιότερες εμπειρίες.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη χρήση της γλώσσας και τον αριθμό των λέξεων που συσχετίστηκαν με το συναίσθημα. Ανακάλυψαν ότι οι κόρες επέδειξαν καλύτερη συναισθηματική κατανόηση από τα αγόρια με τους όρους «χαρούμενη» και «ανήσυχη» να χρησιμοποιούνται συχνότερα.
«Η έρευνά μας υποστηρίζει ότι οι συζητήσεις παιδιών-γονιών έχουν άμεση σύνδεση με το φύλλο, με τις μητέρες να είναι πολύ πιο εκφραστικές συναισθηματικά προς τις κόρες τους» είπε η επικεφαλής της έρευνας από το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, Χάριετ Τάνενμπάουμ. «Αυτό αναγκαστικά σημαίνει ότι τα κορίτσια είναι πολύ πιο συντονισμένα με τα συναισθήματά τους από τα αγόρια. Εχοντας τη δυνατότητα να είναι πιο εκφραστικά και να αντιμετωπίζουν καλύτερα τα συναισθήματά τους, θα είναι πολύ σημαντικό στο χώρο εργασίας τους, καθώς ολοένα και περισσότερες εταιρίες αρχίζουν να ανακαλύπτουν τα θετικά της υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης όταν πρόκειται για θέσεις στις πωλήσεις, σε ομάδες και στην διοίκηση», κατέληξε η Χάριετ Τάνενμπάουμ.