Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νιώθουν αξιαγάπητοι και να γνωρίζουν ότι τους αγαπούν. Κάποιοι, ωστόσο, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση σε σημείο που είναι αβέβαιοι για τον εαυτό τους και ίσως ακόμη και να αναρωτηθούν αν είναι αξιαγάπητοι. Ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να βρουν μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι καταγράφοντας διανοητικά τους τρόπους με τους οποίους οι άλλοι τους αντιμετωπίζουν, θέτοντας δηλαδή ως κύριο κριτήριο αυτο-αξίας την γνώμη των άλλων.
Η ανάπτυξη της συναισθηματικής ασφάλειας έχεις τις καταβολές της στην νηπιακή και στις αρχές της παιδικής ηλικία, όπου αρχίζει να αναπτύσσεται μια υγιής αίσθηση αυτοεκτίμησης ενός ατόμου. Τα μικρά παιδιά των οποίων οι συναισθηματικές ανάγκες καλύπτονται επαρκώς, συνήθως αναπτύσσουν αμέσως την δεξιότητας της αντίληψης ότι δικαιούνται και αξίζουν την ασφάλεια, την σιγουριά και την εκπλήρωση των επιθυμιών τους. Ενώ, τα παιδιά των οποίων οι ανάγκες δεν απαντώνται, αμφισβητούν εάν αξίζουν να τους καλύπτονται αυτές οι ανάγκες.
Επιπλέον, τα άτομα που εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής ανασφάλειας ενδέχεται κατά την παιδική τους ηλικία, πάλι, να έχουν βιώσει απόρριψη ή εγκατάλειψη, ή μία σοβαρή ασθένεια ή μια σημαντική απώλεια. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ένα έντονα συγκρουσιακό περιβάλλον, με συναισθηματικά απόμακρους και αδιάφορους γονείς, ή με αρκετά επικριτικούς και τιμωρητικούς γονείς όπου η απαιτούμενη συμμόρφωση της συμπεριφορά των παιδιών αποτελούσε το μέσο να κερδίσουν την αγάπη των γονιών τους. Είχαν μάθει, δηλαδή, ότι χρειάζεται να αποδεικνύουν συνεχώς ότι αξίζουν να αγαπηθούν μέσω της καλής συμπεριφοράς και της δοτικότητας, καταλήγοντας ως ενήλικες να προσφέρουν συνεχώς στον εκάστοτε σύντροφο τους ακόμα και εάν δεν υπάρχει η αντίστοιχη ανταπόδοση.
Αυτή η θεωρία δεν εξηγεί όλες τις περιπτώσεις συναισθηματικής ανασφάλειας, αλλά οι ανασφάλειες των περισσοτέρων φαίνεται να προέρχονται από γεγονότα της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Μόλις αυτό το λανθασμένο μοτίβο σκέψης ξεκινήσει, μπαίνει το άτομο σε ένα φαύλο κύκλο αναζήτησης της ασφάλειας, με αποτέλεσμα, όμως, τη συσσώρευση περισσότερων ενδείξεων αναξιοπιστίας για ικανοποίηση των αναγκών, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο.
Το αίσθημα, λοιπόν, της συναισθηματικής ανασφάλειας συνήθως προέρχεται από προηγούμενες εμπειρίες – και συνήθως εμφανίζεται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία – το οποίο δυστυχώς πολλές φορές ενισχύεται καθώς το άτομο μεταβαίνει στην ενηλικίωση. Οι άνθρωποι αυτοί ενδέχεται να αναπτύξουν λανθασμένους τρόπους αντιμετώπισης της ανασφάλειας τους, οι οποίοι να μην τους επιτρέπουν να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους με τους άλλους με υγιή τρόπο.
Η ανάγκη αυτών των ανθρώπων να έχουν πάντα κάποιοι σύντροφο, είναι σε πολύ πιο έντονη σε σχέση με αυτή που έχει ο μέσος όρος των ανθρώπων για συντροφικότητα και αμοιβαία αγάπη. Ωστόσο, αυτή η ανάγκη μπορεί να οδηγήσει σε μία λανθασμένη επιλογή συντρόφου, καθώς το άτομο μπορεί να προσκολληθεί σε ένα σύντροφο πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να βρει κάποιον καλύτερο ή κάποιον που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του. Η ανασφάλεια από την οποία διακατέχεται το άτομο αυτό μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους μέσα σε μια σχέση, όπως, αδυναμία να θέσει όρια ή να εκφράσει τις ανάγκες του, δυσκολία έκφρασης των αληθινών συναισθημάτων εξαιτίας του φόβου εγκατάλειψης από τον άλλο και έντονη ανησυχία για την εξέλιξη και πορεία της σχέσης. Καθώς επίσης και με έντονη ζήλια, έμμονες σκέψεις και προσκόλληση, με αποτέλεσμα το ανασφαλές άτομο να δημιουργεί μία καταπιεστική σχέση είτε για τον εαυτό του είτε για τον σύντροφό του, ο οποίος θα καλείται συνεχώς να αντιμετωπίζει παράλογες καταστάσεις.
Για να μπορέσουμε να δομήσουμε υγιείς σχέσεις με τους άλλους θα πρέπει να καταφέρουμε να αναπτύξουμε εσωτερική ασφάλεια τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους σημαντικούς άλλους. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στην αξία μας αποτελεί την βάση για να εξασφαλίσουμε σχέσεις σταθερές, με αποδοχή, εμπιστοσύνη, αμοιβαίο σεβασμό, αλληλοκατανόηση και φυσικά, αγάπη.
Η συναισθηματική ανασφάλεια είναι φυσιολογική, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι δυσλειτουργική και ανεπιθύμητη. Οι άνθρωποι που επιθυμούν να ξεπεράσουν τις ανασφάλειες τους συχνά απευθύνονται σε ψυχολόγο ούτως ώστε να εντοπίσουν τους λόγους για τους οποίους αισθάνονται ανάξιοι για τα αυτονόητα, όπως αποδοχή, αγάπη κ.α. Δουλεύοντας, λοιπόν, αυτά τα θέματα, μπορούν να περιορίσουν τα συναισθήματα ανασφάλειας και να αρχίσουν να δημιουργούν πιο υγιείς σχέσεις, τόσο με τους άλλους αλλά κυρίως με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Οι ανασφάλειες και η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι σε θέση να διογκώσουν σε τέτοιο βαθμό το φόβο απόρριψης – που όλοι έχουμε – κάνοντάς μας να νιώθουμε ανεπαρκείς και ανάξιοι σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Αυτή η επίδραση θα διερευνηθεί στο επόμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία:
- papadopsixologos.blogspot.gr
- www.wisegeek.com