Τα παιδιά σου δεν θέλουν να φάνε λαχανάκια Βρυξελλών, μπρόκολο ή φασόλια; Ίσως να είναι μόνο μια φάση που θα περάσει. Ίσως να έχουν κουραστεί από την αυστηρή επίβλεψη που ασκείς στην καθημερινότητά τους και το φαγητό είναι αποτελεί ένα κομμάτι αυτής στο οποίο μπορούν να αντιδράσουν.
Ίσως, όπως πολλοί γονείς υποστηρίζουν, θα έπρεπε να τα αφήνουμε να πεινάνε εφόσον επιλέγουν να μην φάνε ένα συγκεκριμένο φαγητό. Και όταν πεινάσουν θα φάνε, σωστά;
Όχι απαραίτητα.
Ενώ τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να αποβάλλουν την συνήθεια αυτή, μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι η μέτριου αλλά και έντονου βαθμού επιλεκτικότητας στο φαγητό σχετίζεται με ψυχολογικά θέματα όπως άγχος, κατάθλιψη και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ή υπερκινητικότητα τα οποία χρίζουν περαιτέρω εξέτασης.
Περισσότερο από το 20% των παιδιών ηλικίας 2 με 6 βρέθηκαν να είναι επιλεκτικά με το φαγητό τους.
“Δεν είναι παιδιά που πραγματικά δεν τους αρέσει το μπρόκολο και δεν θα αγγίξουν μια ντομάτα,” λέει η ψυχολόγος Nancy Zucker, υπεύθυνη της μελέτης που διεξήγε το Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών Duke. “Δεν είναι παιδιά που απλώς αρνούνται να συμμορφωθούν στις υποδείξεις των γονιών τους και που δεν τρώνε ότι θέλεις εσύ να φάνε έτσι γιατί δεν θέλουν. Αυτά τα παιδιά αντιμετωπίζουν ψυχολογικά θέματα.”
Περίπου το 18% βρέθηκε να είναι μέτριου βαθμού επιλεκτικά, που σημαίνει ότι επιλέγουντι θα φάνε από ένα στενό εύρος τροφών. Συχνά προτιμούν να φάνε στο σπίτι ενώ σε περίπτωση που πρέπει να φάνε εκτός σπιτιού παίρνουν το δικό τους φαγητό. Το υπόλοιπο 3% των παιδιών είναι έντονου βαθμού επιλεκτικά που σημαίνει ότι η δυνατότητά τους να φάνε εκτός σπιτιού περιορίζεται αρκετά.
Τα παιδιά που δυσκολεύονται να καταναλώσουν όλες τις ομάδες τροφών είναι δύο φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν αυξημένα επίπεδα άγχους.
Αυτό αποδεικνύει ότι πίσω από την διατροφική διαταραχή κρύβεται κάτι παραπάνω. Το κομμάτι της ψυχικής υγείας θα πρέπει να κάνει τους γονείς περισσότερο κατανοητικούς παρά πιεστικούς.
“Πολλοί γονείς που τείνουν να πιέζουν τα παιδιά τους γι’ αυτό το θέμα, αισθάνονται ένοχοι για την συνήθεια αυτή,” αναφέρει η Zucker.
Αντί να παίρνουμε την δυσκολία στο φαγητόσαν μεμονωμένο πρόβλημα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν στοιχείο εντοπισμού άλλων ανησυχιών για την υγεία των παιδιών. Το να εντοπιστεί η διατροφική δυσκολία είναι πολύ πιο εύκολο από το να εντοπιστεί μια ψυχική διαταραχή. Γι’ αυτό το λόγο, η μελέτη προτείνει στους γονείς να συζητάνε με τον παιδίατρο την ύπαρξη τυχόν διατροφικών διαταραχών ώστε να είναι σε θέση να εντοπίσει στη συνέχεια τυχόν ψυχικές διαταραχές του παιδιού. Ο παιδίατρος είναι σε θέση να εντοπίσει ευκολότερα τυχόν ψυχικές διαταραχές όταν εντοπίζεται μια διατροφική δυσκολία. Επίσης, το ιστορικό της οικογένειας που αφορά την ψυχική υγεία είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συζητηθεί με τον παιδίατρο.
Οι γονείς που ανησυχούν για την διατροφή των παιδιών τους θα μπορούσαν να καταγράφουν τα γεύματα που καταναλώνει το παιδί τους ώστε να ανακαλύψουν εάν είναι επιλεκτικό παντού. Παρατηρείστε εάν το παιδί τρώει καλύτερα στο σπίτι, στο σχολείο ή σε σπίτια άλλων. Παρατηρείστε μήπως πριν το φαγητό καταναλώνονται αναψυκτικά ή σνακ.
Η παιδίατρος Lisa Thebner αναφέρει πως “Όσον αφορά τα μικρότερα παιδιά, είναι φυσικό να χρειάζεται να τους συστήσουμε ξανά και ξανά μια τροφή ή ένα φαγητό. Μερικές φορές ίσως χρειάζεται και 10 φορές έως ότου τελικά τους αρέσει το φαγητό.”
Συμπερασματικά, όταν εντοπίζεται έντονη επιλεκτικότητα του παιδιού στις τροφές που καταναλώνει είναι καλό να το αναφέρουμε στον παιδίατρο που το παρακολουθεί ή σε έναν διατροφολόγο. Σίγουρα θα δοθούν οι κατάλληλες συμβουλές και λύσεις ώστε να δουλέψει η οικογένεια πάνω σε αυτό το θέμα.
Katia Hetter