Έξι στους 10 μαθητές δημοτικού έχουν βιώσει έστω και μία εμπειρία συναισθηματικής κακομεταχείρισης από εκπαιδευτικό, δείχνει έρευνα που πραγματοποιήθηκε – στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής στο ΑΠΘ – σε δημοτικά σχολεία του Νομού Θεσσαλονίκης και σε δείγμα 345 μαθητών της Δ’, της Ε’ και της ΣΤ’ τάξης.
«Ως συναισθηματική κακοποίηση μέσα στην τάξη ορίζεται οποιαδήποτε συμπεριφορά εκπαιδευτικού υποβαθμίζει και επηρεάζει την προσωπικότητα του μαθητή και -χωρίς να υπάρχει σωματική επαφή- έχει επιπτώσεις στην ψυχική λειτουργικότητα του» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ψυχολόγος, ερευνήτρια και διδάκτορας του Τμήματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Φοινίκη Νεάρχου, η οποία, υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Αριάδνης Στογιαννίδου, εκπόνησε την έρευνα, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής, με τίτλο: «Ανθεκτικότητα ατόμων με εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης/παραμέλησης στο σχολικό πλαίσιο: σύγχρονη και αναδρομική διευκρίνηση επιβαρυντικών και προστατευτικών παραγόντων».
«Τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία για τα ελληνικά δεδομένα»
«Πρόκειται για μία μορφή συναισθηματικής κακοποίησης, που στερείται ερευνητικών δεδομένων παγκοσμίως, όμως φαίνεται, ότι με σταθερούς ρυθμούς προσελκύει το ενδιαφέρον των ειδικών και αυτό συμβαίνει, διότι από τις διαθέσιμες έρευνες – δεν ξεπερνούν τις 30 με 40 παγκοσμίως- αποκαλύπτεται, ότι η συχνότητα των αναφερόμενων αυτών εμπειριών είναι μεγάλη και οι επιδράσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες» σημειώνει η κ Νεάρχου.
Τα στοιχεία, που καταγράφει η έρευνα του ΑΠΘ, η οποία φέρει την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, είναι τα πρώτα διαθέσιμα για τα ελληνικά δεδομένα και βασικό συμπέρασμα, που εξάγεται, είναι ότι «τα υψηλά ποσοστά των αναφερόμενων εμπειριών συναισθηματικής κακοποίησης υποδεικνύουν, ότι το φαινόμενο αποτελεί πραγματικότητα και για τις ελληνικές εκπαιδευτικές μονάδες, τόσο στο παρόν, όσο και στο παρελθόν». Αυτό προκύπτει και από την αναδρομική διερεύνηση του φαινομένου, καθώς στα σχετικά ερωτηματολόγια κλήθηκαν, εκτός από τους μαθητές, να απαντήσουν και ενήλικες.
Πιο συγκεκριμένα, η συλλογή των δεδομένων έγινε από ενήλικους συμμετέχοντες και παιδιά. Το δείγμα των παιδιών αποτέλεσαν 345 μαθητές και μαθήτριες δημόσιων και ιδιωτικών δημοτικών σχολείων του νομού Θεσσαλονίκης που φοιτούσαν στη Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 10,8 έτη, ενώ όσον αφορά το φύλο, 170 ήταν αγόρια και 175 κορίτσια. Το δείγμα των ενηλίκων αποτέλεσαν 112 άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα 31,3 έτη, ενώ όσον αφορά το φύλο 82 ήταν γυναίκες και 30 άντρες.
Αναλυτικότερα η έρευνα έδειξε ότι:
– Σε σχέση με τις αναφερόμενες εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης, τα αποτελέσματα δείχνουν, ότι τα ποσοστά τόσο για τους ενηλίκους όσο και για τα παιδιά είναι αρκετά υψηλά, τόσο συνολικά όσο και για την κάθε εμπειρία κακοποίησης ξεχωριστά.
– Το ποσοστό των μαθητών δημοτικού, που ανέφεραν ότι έχουν βιώσει έστω και μια εμπειρία συναισθηματικής κακοποίησης από εκπαιδευτικό ανέρχεται στο 64,6%.
– Η πλειοψηφία των ενηλίκων συμμετεχόντων (75,9%) αναφέρουν ότι έχουν βιώσει έστω και μια φορά κάποια από τις εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης κατά τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής
– Οι ενήλικοι συμμετέχοντες ανακαλούν μεν τις εμπειρίες που βίωσαν ως παιδιά, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η επίδραση των εμπειριών αυτών στη γενική υγεία των συμμετεχόντων. Η διαπίστωση αυτή κρίνεται πολύτιμη, γιατί υποδεικνύει ότι έχει νόημα να ανιχνεύεται η κακοποίηση ανηλίκου στο παρόν, όταν λαμβάνει χώρα η αρνητική επίδραση στη λειτουργικότητα του παιδιού και να αντιμετωπίζεται εγκαίρως.
«Πώς αναγνωρίζεται η συναισθηματική κακομεταχείριση;»
H συναισθηματική κακομεταχείριση των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, σύμφωνα με την κ. Νεάρχου, όχι μόνο ανιχνεύεται, αλλά φέρει και βαρύτητα ανάλογη με τις άλλες μορφές κακοποίησης, που συμβαίνουν τόσο στο σχολικό, όσο και στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον. Πώς μπορεί, όμως να αναγνωριστεί από τον μαθητή και τους οικείους του;
«Υπάρχουν συμπεριφορές συγκεκριμένες, που συνιστούν συναισθηματική κακομεταχείριση, όπως να φωνάζει ο δάσκαλος στον μαθητή, να τον προσβάλει μπροστά στους συμμαθητές του, να του δίνει ασκήσεις για το σπίτι ως τιμωρία, να κοροϊδεύει τον μαθητή, να αναφέρεται σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, να προβαίνει σε χαρακτηρισμούς, να είναι επιλεκτικός ανάμεσα στους μαθητές και να παραμελεί τον μαθητή, να αγνοεί και να μην ενδιαφέρεται όταν ο μαθητής ζητεί τη βοήθειά του» εξηγεί η κ. Νεάρχου, προσθέτοντας, ότι με τα διαθέσιμα ψυχομετρικά εργαλεία είναι ερευνητικά αποδεδειγμένα ότι τέτοιες συμπεριφορές έχουν επιπτώσεις στα παιδιά, που σχετίζονται με την προσαρμογή τους στο σχολικό περιβάλλον και με συναισθηματικές δυσκολίες.
«Θύματα άγνοιας και αντίξοων συνθηκών οι εκπαιδευτικοί»
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της έρευνας είναι, ότι πολλοί εκπαιδευτικοί δεν γνωρίζουν, πως συγκεκριμένοι τύποι συμπεριφορών συνιστούν συναισθηματική κακομεταχείριση των μαθητών τους. «Είναι θέμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών για το θέμα, κάτι που δε γίνεται σήμερα, ούτε έχει γίνει ποτέ. Επίσης, πρέπει να κατανοήσουμε το πλαίσιο των αντίξοων συνθηκών μέσα στις οποίες διδάσκουν, με το κομμάτι του bullying των παιδιών στους εκπαιδευτικούς να συνιστά ξεχωριστό ερευνητικό πεδίο» εξηγεί η Νεάρχου, προτείνοντας ως αρχή να γίνουν ενημερωτικές δράσεις και εκδηλώσεις για εκπαιδευτικούς και γονείς, «στις οποίες να εξηγούμε με πολύ απλά λόγια τι είναι η συναισθηματική κακομεταχείριση των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, οι επιπτώσεις της, ότι υπάρχει ως φαινόμενο, πως αναγνωρίζεται, μέσα από ποιες συμπεριφορές».
«Πόσο αντέχουν τα παιδιά;»
Στη διατριβή της, η κ. Νέαρχου διερευνά την ανθεκτικότητα των μαθητών, που βίωσαν εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης από εκπαιδευτικούς. «Ανθεκτικότητα είναι η δυναμική διεργασία, μέσω της οποίας το παιδί, παρά τις αρνητικές συνθήκες που βιώνει, συνεχίζει να επιδεικνύει επάρκεια στη λειτουργικότητά του σε διάφορους τομείς, μπορεί να επανέλθει, να ανακάμψει και να λειτουργήσει ξανά μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια, να μην έχει προβλήματα στην καθημερινότητά του» διευκρινίζει η ερευνήτρια- ψυχολόγος.
«Η ανθεκτικότητα συνδέεται με την αρνητική τραυματική εμπειρία. Για πρώτη φορά βλέπουμε εδώ ότι συνδέεται, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις» προσθέτει, εξηγώντας, ότι οι συγκεκριμένοι παράγοντες, που μετριάζουν τις επιπτώσεις της συναισθηματικής κακοποίησης, εντοπίζονται στο ίδιο το παιδί, καθώς και στο οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον του.
«Διαπιστώσαμε, ότι ένα καλό σχολικό περιβάλλον, η οικογένεια, ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η ενσυναίσθηση και η αυτοεκτίμηση, οι κοινωνικές σχέσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθεκτικότητα των παιδιών, είναι χαρακτηριστικό πως μέσα στο ίδιο σχολικό περιβάλλον της κακομεταχείρισης από έναν εκπαιδευτικό, όταν υπάρχουν άλλοι δάσκαλοι που έχουν θετική σχέση με τα παιδιά αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις» σημειώνει η κ. Νεάρχου.
«Εκατόν έντεκα νέοι επιστήμονες παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους»
Η διδάκτορας του ΑΠΘ, Φοινίκη Νεάρχου θα παρουσιάσει την έρευνα και τη διδακτορική της διατριβή σε ειδική Ημερίδα, που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015 (9.30 π.μ., στο ΚΕΔΕΑ ΑΠΘ). Πρόκειται για την ημερίδα παρουσίασης των αποτελεσμάτων των ερευνών, που περιλαμβάνονται στις διδακτορικές διατριβές, που εκπονήθηκαν από 111 νέους ερευνητές, στο πλαίσιο του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΙΙ».
Τα ερευνητικά αποτελέσματα, που θα παρουσιαστούν, περιλαμβάνουν, θέματα όπως τα σατιρικά επιγράμματα εναντίον ιατρών στη λατινική γραμματεία, την ποινική αντιμετώπιση των προσβολών ηλεκτρονικών δεδομένων και συστημάτων πληροφοριών, το αξιόποινο της πορνογραφίας ανηλίκων, επισφαλείς συνθήκες εργασίας και κοινωνικές ταυτότητες των νέων μεταναστών β’ γενιάς, τον ρόλο των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης στις μαθησιακές δυσκολίες, την ποινική και διοικητική προσέγγιση του φαινομένου της διαφθοράς, τη βιοποικιλότητα υποθαλάσσιων σπηλαίων στο Βόρειο Αιγαίο, μελέτη του υψηλού σε κάλιο μαγματισμού στη Β. Ελλάδα, γεωχημική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε εδάφη, ύδατα και φυτά στο δυτικό τμήμα της λεκάνης της Δράμας, από την παρουσία και εκμετάλλευση κοιτασμάτων μαγγανίου στην ευρύτερη περιοχή κ.λπ.
Το πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΙΙ – Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου» έχει στόχο την ενίσχυση του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού μέσω της υλοποίησης διδακτορικής έρευνας. Το πρόγραμμα συγχρηματοδοτείται από την ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους, μέσω του Ε.Π. «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του ΕΣΠΑ.