Από την Κοινωνική Λειτουργό του «Θάλπος Αττικής» Μαρία Γούζιου
Η υιοθεσία είναι νομικά κατοχυρωμένη εναλλακτική μορφή οικογένειας που επικεντρώνεται στην προστασία των καλώς εννοούμενων συμφερόντων του παιδιού, που δε μπορεί να ζήσει με τη φυσική του οικογένεια είτε γιατί αυτή δεν υπάρχει, είτε γιατί η μητέρα του αρνείται ή αδυνατεί να το κρατήσει μαζί της, όπως π.χ. σε περιπτώσεις παιδιών εκτός γάμου. (Σταθόπουλος, 2005).
Παραδοσιακά, η ελληνική κοινωνία ήταν επιφυλακτική απέναντι στην υιοθεσία και υπήρχε μία προκατάληψη και ένας διακριτός φόβος ότι τα παιδιά που ήταν διαθέσιμα για υιοθεσία μπορεί να είχαν προβλήματα υγείας ή κακής «κληρονομικότητας» και συχνά κατέληγαν σε συγγενείς η σε πολυμελείς οικογένειες. Τα εκτός γάμου βρέφη υιοθετούνταν από οικογένειες του εξωτερικού ή τοποθετούνταν σε ιδρύματα κλειστής περίθαλψης, όπως ορφανοτροφεία. Σταδιακά, οι προκαταλήψεις αυτές υποχώρησαν και σήμερα υπάρχουν αρκετά ζευγάρια που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. (Σταθόπουλος, 2005).
Η υιοθεσία προσφέρει στο υιοθετημένο παιδί την ευκαιρία να μεγαλώσει σε ένα στοργικό, σταθερό, και ευνοϊκό περιβάλλον, μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί και να απολαύσει όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα ενός φυσικού παιδιού. Οι δε θετοί γονείς έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στο υιοθετημένο παιδί σαν να ήταν φυσικό τους τέκνο. Σε κάθε περίπτωση, οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των γονιών και του θετού παιδιού μπορεί να μην είναι δεσμοί αίματος, είναι όμως πραγματικοί δεσμοί αγάπης.
Εξετάζοντας τα αποτελέσματα της υιοθεσίας των παιδιών που δόθηκαν στη θετή τους οικογένεια όταν ήταν δώδεκα μηνών ή και μικρότερης ηλικίας, οι ερευνητικές μελέτες δείχνουν ότι: περίπου εφτά στις δέκα τέτοιες υιοθεσίες είχαν πολύ καλή έκβαση, καθώς τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν υστερούσαν σε λειτουργικότητα σε σχέση με άλλα άτομα της κοινότητας, ένα 10%-15% θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται κάπου στο μέσο, ενώ οι υπόλοιπες περιπτώσεις θα μπορούσαν να περιγραφούν ως αποτυχημένες ή προβληματικές. Αυτό όμως, πάντα εξαρτάται από τη δουλειά που γίνεται από τους θετούς γονείς, τόσο κατά την προετοιμασία για την υιοθεσία, όσο και κατά τη διάρκεια αυτής.
Η κατάλληλη ηλικία για να ενημερωθεί ένα παιδί για την υιοθεσία του είναι όταν αρχίζει να αναρωτιέται για την προέλευση του ανθρώπου και τις ρίζες του, δηλαδή μεταξύ 2 και 5 ετών. Σε αυτήν την ηλικία οι εξηγήσεις χρειάζεται να έχουν τη μορφή ενός παραμυθιού ή μιας ιστορίας που να μπορεί να γίνει κατανοητή από το παιδί. Βέβαια, το γεγονός ότι τα παιδιά ενημερώνονται νωρίς δε σημαίνει ότι καταλαβαίνουν πλήρως το νόημα της υιοθεσίας. Υποστηρίζεται ότι μόνο μετά την ηλικία των 6-7 ετών αρχίζει το παιδί σταδιακά να συλλαμβάνει το νόημα και τις επιπτώσεις της υιοθεσίας. Επίσης, αναφέρεται ότι τα παιδιά που ενημερώθηκαν νωρίς στην παιδική τους ηλικία, άρχισαν να συνειδητοποιούν καλύτερα το νόημα της υιοθεσίας. Όταν αρχίζουν πια να καταλαβαίνουν, νιώθουν ότι πάντοτε ήξεραν πως είναι υιοθετημένα, κάτι για το οποίο έχουν θετικά συναισθήματα.
Τα υιοθετημένα παιδιά, κάποια στιγμή στη ζωή τους, και κυρίως στην εφηβεία όπου διαμορφώνουν την ταυτότητά τους, θα αναρωτηθούν για τη καταγωγή, την κληρονομικότητα, την ομοιότητα των χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, την αίσθηση της πορείας και της συνέχειας τους και ίσως θα θελήσουν να αναζητήσουν πληροφορίες για τη φυσική τους οικογένεια. Πιθανόν να θελήσουν να επανασυνδεθούν με τη φυσική τους οικογένεια, είτε συναντώντας και γνωρίζοντας τους βιολογικούς τους γονείς είτε απλώς συλλέγοντας πληροφορίες, ώστε να δημιουργήσουν την «ιστορία» τους. Το υιοθετημένο παιδί έχει την ανάγκη να ψάξει για τις «ρίζες» του. Να μάθει για τους πραγματικούς του γονείς και τα αίτια που το εγκατέλειψαν. Ας μην ξεχνάμε, ότι με την υιοθεσία το παιδί έχει χάσει τη φυσική γενεαλογική συνέχειά του, βρίσκεται σε μία «γενεαλογική σύγχυση».
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι τα υιοθετημένα παιδιά έρχονται συχνά αντιμέτωπα συναισθηματικά και νοητικά με το γεγονός ότι «όχι μόνο έχασαν ένα γονιό αλλά και απορρίφθηκαν από το γονιό αυτό». Η απόρριψη αυτή που νιώθουν συχνά τους δημιουργεί αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους και τους οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Σε πολλές ερευνητικές μελέτες βρέθηκε ότι τα υιοθετημένα παιδιά θα ήθελαν να μάθουν αν ήταν επιθυμητά από τους φυσικούς γονείς τους πριν δοθούν για υιοθεσία. Αν μάθουν πως οι φυσικοί τους γονείς τα ήθελαν αλλά για λόγους προσωπικούς ή κοινωνικούς δε μπορούσαν να τα κρατήσουν, φαίνεται να είναι περισσότερο σε θέση να επεξεργαστούν τόσο την αίσθηση της απώλειας, όσο και τα συναισθήματα απόρριψης.
Ας μη ξεχνάμε λοιπόν ότι το υιοθετημένο παιδί είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα παιδιά. Έχει τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες επιθυμίες, αδυναμίες και ανησυχίες, που έχουν όλα τα παιδιά χωρίς καμία διάκριση. Κάθε υιοθετημένο παιδί βιώνει με διαφορετικό τρόπο την εμπειρία της υιοθεσίας του και αυτό εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων, όπως οι συνθήκες της υιοθεσίας του, η ηλικία του, και γενικά το σύνολο των εμπειριών που έχει βιώσει πριν από την υιοθεσία αλλά και οι χειρισμοί που γίνονται από τους θετούς γονείς. Οι θετοί γονείς θα πρέπει να σταθούν με ωριμότητα και ευαισθησία και να βοηθήσουν το παιδί στους προβληματισμούς και στα ερωτήματα του.
Η υιοθεσία λοιπόν δεν είναι ταμπού. Είναι πράξη αγάπης. Με σωστή καθοδήγηση από ειδικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, η θετή οικογένεια μπορεί να ξεπεράσει το «εμπόδιο» του φόβου απόρριψης και να μεγαλώσει το παιδί της με τρυφερότητα και ειλικρίνεια.
Βιβλιογραφία:
- Καλούτση- Ταυλαρίδου, Α. (1970). Συμβολή στην κατανόηση προβλημάτων υιοθεσίας: η διαταραχή της ταυτότητας στην υιοθεσία. Αθήνα: Φιλοσοφική σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- Μαρκαντώνη Ι., Ρήγα Α., (1991). Οικογένεια, μητρότητα, αναδοχή, Αθήνα: Μαυρομάτη
- Σταθόπουλος, Π. Α. ( 2005). Κοινωνική Πρόνοια: Ιστορική Εξέλιξη- Νέες Κατευθύνσεις. Αθήνα: Παπαζήση
- Παράσχου, Σ. (2005). Το παιδί της καρδιάς. 4η έκδοση. Αθήνα: Καστανιώτη