από την εργοθεραπεύτρια του “Θάλπος Αττικής” Βασιλική Μωραΐτη
H νυκτερινή ενούρηση στην παιδική ηλικία αποτελεί μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει ακούσια κένωση της κύστης, κατόπιν της ηλικίας που το παιδί αναμένεται να έχει κατακτήσει τον έλεγχο των σφικτήρων και χωρίς να υπάρχει κάποια οργανική παθολογία που να την εξηγεί. Αποτελεί μια κατάσταση που προκαλεί ανησυχία στο παιδί που το βιώνει αλλά και στους γονείς, κάτι που τους οδηγεί συχνά στον παιδίατρο.
Το φαινόμενο της νυκτερινής ενούρησης δεν αποτελεί κάτι σπάνιο στις μέρες μας. Ένα στα έξι παιδιά ηλικίας πέντε ετών και ένα στα έντεκα παιδιά ηλικίας εννέα ετών μπορεί να βρέχουν το κρεβάτι τους κατά την διάρκεια του ύπνου (Cooper, Hooper & Thompson, 2012). Ακόμα, συχνά παρατηρείται η νυκτερινή ενούρηση και στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία προκαλώντας σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική και προσωπική ζωή.
Η αιτιολογία εμφάνισης της ενούρησης κατά την νύχτα δεν έχει καταστεί σαφής, ωστόσο φαίνεται να αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο συμπεριλαμβανομένων κληρονομικών περιβαλλοντικών ή ψυχολογικών αιτιών. Ως προς την κληρονομικότητα η ενούρηση έχει ισχυρό γενετικό υπόβαθρο. Παιδιά γονέων που κατά την παιδική τους ηλικία είχαν επίσης ζητήματα ενούρησης, φαίνεται πως έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν και τα ίδια δυσκολίες. Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται η καθυστέρηση στην έναρξη της εκπαίδευσης στην τουαλέτα καθώς και λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.
Ένα ακόμη στοιχείο που φαίνεται να συνδέεται με την ανάπτυξη της νυχτερινής ενούρησης αφορά σε ψυχοπιεστικά γεγονότα ή καταστάσεις έντονων αλλαγών που μπορεί να βιώσει ένα παιδί, όπως είναι η εισαγωγή στον παιδικό σταθμό, η μετακόμιση ή ο ερχομός ενός δεύτερου παιδιού στην οικογένεια καθώς και τραυματικές εμπειρίες όπως είναι η κακοποίηση, η παραμέληση και ο χωρισμός των γονέων. Έτσι, εξετάζοντας το φαινόμενο από μια πιο ψυχαναλυτική σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να πει πως το παιδί υιοθετεί ασυνείδητα συμπεριφορές προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων, με λίγα λόγια δηλαδή παλινδρομεί. Μέσα από την παλινδρόμηση το παιδί επιστρέφει σε μια κατάσταση, που μπορεί να επιζητά εντονότερα την προσοχή και ασφάλεια από τους γονείς ή φροντιστές του, όπως όταν ήταν βρέφος και ο γονέας-φροντιστής έσπευδε να το αλλάξει κάθε φορά που βρεχόταν.
Η επιλογή της θεραπείας που θα ακολουθηθεί εξαρτάται και από την αιτιολογία εμφάνισης της ενούρησης. Οι περισσότεροι γονείς μόλις αντιληφθούν το ζήτημα το επικοινωνούν στον παιδίατρο, ο οποίος με τη σειρά του αξιολογεί την κατάσταση και προτείνει την κατάλληλη θεραπεία. Σε περίπτωση που αποκλειστούν οργανικά αίτια, υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές και τεχνικές, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από τους γονείς και φροντιστές με την καθοδήγηση ειδικών. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ψυχοεκπαίδευση των γονέων στον τρόπο διαχείρισης του προγράμματος τουαλέτας του παιδιού αλλά και στην γενικότερη αντιμετώπιση του σε επίπεδο καθημερινότητας (η δημιουργία ενός ημερήσιου πλάνου πρόσληψης υγρών κατά τη διάρκεια της ημέρας, η χρήση ηλεκτρικών συσκευών υπενθύμισης για χρήση της τουαλέτας το βράδυ κ.α).
Ανεξάρτητα από την τεχνική αντιμετώπισης, η οποία επιλέγεται με βάση την ηλικία, την ιδιοσυγκρασία και την γενικότερη εικόνα του παιδιού, είναι σημαντικό το οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον να είναι υποστηρικτικό καθ’ όλη την διάρκεια της θεραπείας. Είναι πολύ σημαντικό να ενισχύουμε τα παιδιά μας για όσα πετυχαίνουν και να μην τα επικρίνουμε σε περίπτωση «λάθους».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Cooper, M., Hooper, C. & Thompson, M. (2012). Ψςσική Υγεία Παιδιών και Εφήβων- Θεωρία και Πράξη. Γ. Παπαδάτος (επιμ.). Αθήνα: Παρισιάνου
The Royal Children’s hospital Melbourne (2019). The Royal Children’s Hospital Melbourne. (n.d.). Retrieved November 11, 2021, from https://www.rch.org.au/clinicalguide/guideline_index/Enuresis_-_Bed_wetting_and_Monosymptomatic_Enuresis/.
Photo by Artem Podrez from Pexels