από την ψυχολόγο του “Θάλπος Αττικής” Μαρία Μακριδάκη
Η σχέση μεταξύ αίσθησης και αντίληψης και η σημασία της είναι αντικείμενο μελέτης της γνωστικής ψυχολογίας. Ως αίσθηση καταλαβαίνουμε την διαδικασία χρήσης των αισθήσεων αφής, όρασης, ακοής, γεύσης και ήχου μέσα από τα αισθητήρια όργανά τους, φυσικά η έννοια των πέντε αισθήσεων είναι υπεραπλουστευμένη γιατί διαθέτουμε αισθητηριακά συστήματα που παράγουν πληροφορίες σχετικά με την ισορροπία, τη θέση, την κίνηση, τον πόνο και τη θερμοκρασία. Ως αντίληψη ορίζουμε τον τρόπο ερμηνείας του κόσμου μας μέσω ακριβώς αυτών των αισθητηριακών εμπειριών. Είναι δυο διαδικασίες σε σχέση αλληλοσυμπλήρωσης λοιπόν.
Τα αισθητηριακά συστήματα έχουν κοινά χαρακτηριστικά, λίγο πολύ, με κοινό τρόπο λειτουργίας. Το είδος του ερεθίσματος, η ένταση, η διάρκεια και ο εντοπισμός στο χώρο, καταγράφονται από όλες τις αισθήσεις. Τα εξειδικευμένα κύτταρα των αισθητηριακών μας συστημάτων που ονομάζονται αισθητηριακοί υποδοχείς αντιδρούν στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και έτσι μπαίνει σε εφαρμογή η διαδικασία της αντίληψης. Τα αισθητηριακά δεδομένα ως ηλεκτροχημική ενέργεια πλέον μεταβιβάζονται στον εγκέφαλο.
Η αντίληψη δεν είναι απλώς μια τυπική παθητική διεργασία αποκωδικοποίησης των αισθήσεων. Η πρώιμη γνώση και εμπειρία αξιοποιείται προκειμένου να αποκτήσουν νόημα οι αισθητηριακές εμπειρίες έτσι ώστε να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Μια αίσθηση λόγου χάρη θα ήταν να ακούσουμε ένα δυνατό διαπεραστικό επαναλαμβανόμενο ήχο, όμως η αντίληψη θα το ταξινομήσει και θα κατανοήσει ότι πρόκειται για ήχο συναγερμού πυρκαγιάς.
Έτσι λοιπόν πολλές φορές ο εγκέφαλός μας θα συμπληρώσει τα στοιχεία που θεωρεί ότι λείπουν έτσι ώστε να έχει την καλύτερα δυνατή οργανωμένη πραγματικότητα αλλά και μια υποκειμενική εμπειρία εν τέλη. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δυο διαφορετικοί άνθρωποι ενώ λαμβάνουν την ίδια αισθητηριακή πληροφορία μπορεί να την αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά γιατί μπορεί κάποιος, ας πούμε στο παραπάνω παράδειγμα, να μην έχει ξανακούσει ποτέ συναγερμό πυρκαγιάς.
Έχει ενδιαφέρον ότι σε μια πρωτόγνωρη αισθητηριακή πληροφορία ο εγκέφαλος δεν θα κάνει ικανοποιητική δουλειά γιατί έχει έλλειψη προηγούμενων δεδομένων. Με την επανάληψη όμως ο εγκέφαλος βελτιώνεται δημιουργώντας καλύτερη επικοινωνία μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας συμβάλλοντας σε αξιοποιήσιμες εμπειρίες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την αίσθηση της όρασης, ο εγκέφαλός μας λαμβάνει την πληροφορία, την εικόνα στην προκειμένη περίπτωση, αλλά φιλτράροντάς την μέσα από τα δεδομένα που ήδη έχει από τις προηγούμενες εμπειρίες μας, κατασκευάζει την εικόνα όχι ως άμεση αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου αλλά ως την πιο “λογική” ή “χρήσιμη” αναπαράσταση για το τι πρέπει να ξέρουμε για τον κόσμο ώστε να λειτουργούμε μέσα σε αυτόν. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι “βλέπουμε με τον εγκέφαλό μας και όχι με τα μάτια μας” όπως είπε ο γνωστός Νευρο-επιστήμονας Paul Bach-Y-Rita (1).
Η συνεργασία αίσθησης και αντίληψης είναι θαυμαστή αφού μας δείχνει για ακόμα μια φορά την εξαίσια λειτουργία του νευρικού μας συστήματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Bach-y-Rita, Paul & Tyler, Mitchell & Kaczmarek, K.A.. (2003). Seeing with the Brain. Int. J. Hum. Comput. Interaction. 15. 285-295.
5.1 Sensation versus Perception – Introductory Psychology (wsu.edu)